United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών. Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος. — Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν. — Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα. Εξαίσιον ήτο το θέαμα.

Η Γερακούλα και η γειτόνισσα συνομιλούσαι έμενον ολίγον όπισθεν. Αι τέσσαρες θυγατέρες η μία κατόπιν της άλλης προέβαινον έχουσαι σκεπασμένην την ξανθήν κόμην των, ίν' αποφύγωσι πρωινήν δρόσον. — Ελπίζεις, χριστιανή μ, λέγει αίφνης η γειτόνισσα σταματήσασα, ελπίζεις να πανδρεύσης τέσσερες θυγατέρες; Εγώ μία την έχω, και απελπίσθηκα πλεια.

Αλλ' όταν μετ' ολίγον συνήντησε την Πηγήν, επιστρέφουσαν από τον ποταμόν, παραδόξως το πείσμα του εξηγέρθη εκ νέου και, αποστρέψας το πρόσωπον, επροχώρησε χωρίς να την χαιρετήση. — Τόσο μεγάλο κακό σούκαμα; είπεν η Πηγή σταματήσασα. — Δε θέλω να μου μιλής! απήντησε με τραχύτητα ο Μανώλης χωρίς να στραφή, και έφυγεν επισπεύσας το βήμα του, ως να τον κατεδίωκαν.

Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.