United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποίος να της σφαλήση τα μάτια; αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι, «η λαχταριασμέναις, η αχρόνιασταις!», να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν' αποθάνη εις το πείσμα των, ν' αποθάνη χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα.

Αναμφιβόλως δύο διαθέσεις συνυπάρχουν και συγκρούονται εις την ψυχήν του, η μεν φανερά, και αυτή είναι η ορμή προς την εκδίκησιν, η ζωηρά συναίσθησις της υποχρεώσεως να εκτελέση την προσταγήν του πατρός του, η δε απόκρυφος και ομοίως ισχυρά, η οποία εις το πείσμα της θελήσεώς του απ' αρχής μεσολαβεί μεταξύ αποφάσεως και εκτελέσεως, και παραλύει πάσαν σκέψιν, ματαιόνει οιανδήποτε σκόπιμον ενέργειαν.

Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατοστο πείσμα όλων.

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γέρο-αλογολάτης «Τέλιωσαν ναι έτσι αφτά όπως λεςαφτή είναι η μάβρη αλήθειακι' αλλιώς δεν τα τελιώνει πια μήτε ο μεγάλος Δίας· τι το τειχί πάει έπεσε, π' ολπίζαμε θα μείνει 55 κάστρο για μας απάτητο, ταμπούρι της αρμάδας, κι' αφτοί σα σκύλοι πολεμούν, με πείσμα, να μας πάρουν τα πλοία, και δε βγάζεις πια, και μια και διο αν κοιτάξεις, που πιο ο στρατόςζερβά ή δεξάτσακάει κακοπαθαίνει· τόσο έτσι πέφτει ανάκατα, κι' αχεί η φωνή ως στα ύψη. 60 Μα ας δούμε, αδρέφια, αφτή η δουλιά πώς να γενεί, αν μας βγάλει τίποτα η σκέψη· όμως εμείς δε γίνεται να μπούμε μες στη σφαγή, τι δε βαστάει σε μάχη ο λαβωμένος

Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι παινεμένοι Αργίτες, που ξείπε πια ο λιοντόκαρδος γιος του Πηλιά το πείσμα. 75

Αλλ’ ο Οιδίπους, εις τον οποίον δεν είχεν αστράψει ακόμη ολόκληρον το μυστικόν της ζωής του, ζητά να οδηγηθή εμπροστά του ο Θηβαίος βοσκός. Η Ιοκάστη εξέρχεται της σκηνής, ο δε Χορός προοιωνίζεται κακά δια το μέλλον. Και ο Οιδίπους με πείσμα, αδιαφορών εις τας εναντιώσεις των άλλων, μένει προσδοκών τον ερχομόν του δούλου.

Ω Κεριστάνη απάνθρωπη, ημπορείς να στοχασθής, αν εγώ ημπορώ να υποχρεωθώ εις όλα σου τα σκληρά καμώματα, χωρίς να μη σε ονειδίσω; όχι, εις πείσμα όλης της αγάπης, που έχω προς εσένα, είναι αδύνατον να ημπορέσω να συνηθίσω εις τους νόμους σου.

Αλλά το περιεργότερον ήτο το πείσμα και η οξύτης, μεθ' ων τα ήρευεν ο μπαρμπα-Διοματάρης. Αληθώς δε ο Λάμπρος δεν το επερίμενε, και μεγάλως εξεπλάγη, όταν εις το τέλος της διηγήσεως ο αφηγητής προσέθηκε·Τέτοιοι είνε όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ' αγόρασαν. — Τι λες, μπαρμπα-Διοματάρη; ανέκραξεν ο Λάμπρος.

Αλλ' όταν μετ' ολίγον συνήντησε την Πηγήν, επιστρέφουσαν από τον ποταμόν, παραδόξως το πείσμα του εξηγέρθη εκ νέου και, αποστρέψας το πρόσωπον, επροχώρησε χωρίς να την χαιρετήση. — Τόσο μεγάλο κακό σούκαμα; είπεν η Πηγή σταματήσασα. — Δε θέλω να μου μιλής! απήντησε με τραχύτητα ο Μανώλης χωρίς να στραφή, και έφυγεν επισπεύσας το βήμα του, ως να τον κατεδίωκαν.

Μα σ' όλο το ύστερο εσύ μούδε το Θωμά, μούδε το Στρατή θα στεφανωθής. Εσύ την Πηγή θα πάρης, απού 'ν' ένα κομμάτι μάλαμα η καϋμένη και θα πας να κάτσης στο σπιτάκι σου και μούδ' οχλούς, μούδ' ανακατώματα. — Να πούμε και τάλλο· το χατήρι του θα του κάμης εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσης την Πηγή, για να τήνε δώση του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρης χέρα, να σκάση!