United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τον Αϊνικόλα τόκοψατου κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ' αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα 'ρθη με τις ρίζες του. Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες. Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά.

Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά ταποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε ταγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δης. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ' αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί.

...Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιώτερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

Ο Τριστάνος βλέποντας ότι αποφεύγει την προσέγγισί του, τρέμει από θυμό κι' από πείσμα, κι' υποχωρεί κατά τον τοίχο, κοντά στην πόρτα. Και με την παραλαγμένη φωνή του: «Βέβαια, είπε, έζησα πάρα πολύ, αφού είδα την ημέρα όπου η Ιζόλδη με διώχνει, δεν καταδέχεται να μαγαπήση, με μεταχειρίζεται σαν χυδαίο. Α! Ιζόλδη όποιος αγαπάει πολύ, αργά ξεχνάει.

Αν δεν ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις. Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.

Συνεκέντρωσα ένεκα τούτου όλην την δύναμιν της προσοχής μου, ως εάν το πείσμα τούτο ήρκει να σταματήση έως εκεί την μανίαν του χάλυβος. Προσεπάθησα να φαντασθώ κατά πρώτον το τρίψιμο της σπάθης όταν θα έσχιζε τον μανδύαν μου, ή ακόμη την οξυτάτην αίσθησιν, την οποίαν παράγει εις τα νεύρα μου η προστριβή του υφάσματος.

Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, 105 Μον φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας.

Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25 «Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, και άλλα θεός θέλει σου ειπή• καιτων θεών το πείσμα, θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».