United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνωτο θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίριτην καρδιά. » Μου έμπηξετο πλάι — »

ΧΟΡΟΣ Τούτα σου κατηγόρησαν μες το θυμό τους, κι όχι γιατί τα νόμισαν σωστά πως είναι. ΚΡΕΩΝ Είπαν πως τάχα έβαλα το μάντι εγώ να ειπή όσα είπε. ΧΟΡΟΣ Έλεγαν τέτοια° μα γιατί, δεν ξέρω, Κρέων. ΚΡΕΩΝ Με τα σωστά του τα ’λεγεν αυτά τα λόγια; ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω. Των αρχόντων δεν θωρώ τα έργα. Ιδού όμως βγαίνει ο βασιλεύς απ’ το παλάτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω συ!

Άλλο κανείς καλύτερο δε θα σκεφτεί απ' τη σκέψη αφτή που εγώ στοχάζουμαι κι' από καιρό και τώρα, 105 ακόμα απ' όντας θύμωσες, θεόσπαρτε, και πήγες μες στ' Αχιλιά και τ' άρπαξες την κόρη Βρισοπούλα . . . όχι όμως και με γνώμη μας. Τι πόσα εγώ δε σούπα να σ' αμποδίσω! όμως εσύ απ' το θυμό αγριεμένος πείραξες άντρα ανότερο που κι' οι θεοί τιμάνε, 110 τι έχεις παρμένα του τη νιά.

Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναϊκή εφημερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ' αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελλοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφάλια, — και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω.

Τόσο που αν είχε πρόληψες ο Τσαϊπάς θα νόμιζε πως το κόνισμα άρχισε απ' αυτόν τα θάματά του. Μα δεν ήταν τέτοιος κ' ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο ραγιάς ήταν ακόμη στο αίμα και του αλυσόδενε τη θέληση. Ναι δυστυχώς! το σκαρί κ' εκεινού δεν ήταν διαφορετικό από το σκαρί των αλλονών, όχι!... Κ' έξω φρενών για την αρρώστεια του, γύρισε το θυμό εναντίον του.

Και τότε ο γοργοπόδαρος της απαντά Αχιλέας 215 «Ας γίνει ο λόγος σας, θεά! κιας είμαι έτσι πνιγμένος απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει· αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθοΈτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει 220 στον ορισμό της Αθηνάς.

Αφτά σου δίνει αν το θυμό του στέρξεις πια ν' αφίσεις.

Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών.

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ' να φουσκόνη, σα βουνό. — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα. «γιατί

Μα είσαι τύραννος! του φώναξε η Ελπίδα με θυμό, βγάζοντας το ζω από τα χέρια του. — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων, φώναξε ο Αριστόδημος μη δίνοντας προσοχή στα λόγια της, τιμιώτερον και αγιώτερον και σεμνότερον εστίν η πατρίς!.... — Μπράβο! ξέσπασαν χεροκροτώντας οι νέοι. Το τι γίνηκε ανήμερα δε μολογιέται. Ήταν μέρα χινοπωριάτικη, κατσουφιασμένη και κρύα.