United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες στον Αχιλέα 214 τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια 215 «Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα, με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι. Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο α θε χαλάσει 220 ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.

Κι' ασπίδα ο Αίας πλάκωσε σαν πύργο κουβαλώντας πλούμια χαλκένια εφτάβοϊδη, που τούδεσε με τέχνη 220 ο Φτιάστης, ο πιο ξακουστός πετσάς, της Ύλης θρέμμα· που τούφτιασε εφτατόμαρη από καλοθρεμένους τάβρους ασπίδα, μ' όγδοη λάμα χαλκού από πάνου· μ' αφτή στα στήθια του μπροστά, τον Έχτορα ζυγώνει σιμά σιμά, απέ στέκεται κι' αρχίζει τις φοβέρες 225 «Έχτορα, τώρα πια άλαθα θα δεις με μόνο μόνος σαν τι κοντάρια έχουν εδώ κι' οι Δαναοί στον κάμπο και δίχως λοχοσπάστορα λιοντόκαρδο Αχιλέα.

Έτσι έχε λίγο απομονή το τι θα πω ν' ακούσεις. 220 Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν, που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου, μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.

Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργάτα γονικά του. επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• «Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• 220 κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.

Στα χέρια αφτό της τόδωκε και μίλησε έτσι κι' είπε «Να, ζώσε αφτό στη μέση σου τ' ωριόχρωμο ζουνάρι· όλα θαν τάβρεις μέσα εκεί πλεγμένα, και σ'το τάζω 220 πως ακατόρθωτα δεν πας, ότι αν σκοπέβει ο νους σουΈτσι είπε, και γλυκογελάει η γελαδόματη Ήρα, γλυκογελάει και το λουρί στη μέση ομορφοζώνει.

Τότες ο Δίας φώναξε το γιο του Φοίβου κι' είπε 220 «Πήγαινε τώρα Απόλλο μου, τον Έχτορα και βόηθα, τι τώρα ο σείστης Ποσειδός μες στο ψαρύ του κύμα ξανάμπε, κι' έτσι γλύτωσε από το βαρύ θυμό μου.

Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• «Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».

Και τότε ο γοργοπόδαρος της απαντά Αχιλέας 215 «Ας γίνει ο λόγος σας, θεά! κιας είμαι έτσι πνιγμένος απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει· αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθοΈτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει 220 στον ορισμό της Αθηνάς.

Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου, 220 Ή πολλά να αποχτήσης, Και με κίντυνα να ζήσης. Των γονέων της ορμήνιαις Μη ποτέ καταφρονάς· Είναι πάντα προς καλό σου, 225 Όσο αλλιώς εσύ αν φρονάς. Πραχτικού γερόντου γνώμη Ν' αφηκράζεσαι καλά· Έχει πράξι στα του κόσμου· Έπαθε, έμαθε πολλά. 230 Κάθε τι επιχειρίσου, Όσο είναι η δύναμί σου.

Μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια 220 μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε· πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος.