United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ηρακλής που παρουσιάζεται σαν από μηχανής Θεός, συμβιβάζει τα πράγματα και δίδει τη γνωστή από τον Όμηρο λύση. Αίας: Αναφέρεται στον ομηρικό ήρωα, που παρεφρόνησε, κατά θείαν βουλήν, για την αλλαζονία του. Συνερχόμενος ο ήρωας και νιώθοντας ντροπή, αυτοκτονεί.

Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο 101 δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων. Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια, σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος, 105 γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Τότ' όχι! δεν τον βλέπαμε με τόση καταφρόνιαΤρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι 225 «Κι' αφτός πιος είναι ο Δαναός, ο αψηλός κι' ασίκης, που στο κεφάλι ξεπερνάει τους άλλους και στους ώμουςΤότες τ' απάντησε η Λενιό με το συρτό φουστάνι «Ο γίγας Αίας είναι αφτός, των Αχαιώνε πύργος.

Όλος χαρά και δάκρυατο λόγο του Κωλέττη: « Κωλέττη μου! . . . πατέρα μου! « Σ' έχω συγχωρημένο, » Αφ' όταν το κουφάρι μου »'Βρέθηκε κρεμασμένο « Μες την ψηλή Ακρόπολι. . . . » Μην έχης πλειό σεκλέτιΣιγάνε και σηκόνεται Ο υιός της Καλογραίας , Της Άρτας το προπύργιο. Φαγάς των Οσμανλίδων, 'Σηκώθηκε κ' εσείσθηκεν Ο τόπος. Των Ατρείδων 'Σάν να επρόβαλε κανείς, Ή ο φρικώδης Αίας.

Κι' ο Αίας τους σπλαχνίστηκε, πεσμένους σαν τους είδε, 610 και τρέχει αμέσως στέκεται σιμά σιμά στους διο τους και ρήχνει το σπιθόβολο κοντάρι, και τον Άρη σκοτώνει, του Σελάγου γιο, που στην Παισό 'χε πύργο κι' είχε σπαρτά και βιος πολύ, μα να στην Τροία η μοίρα τον έστειλε του βασιλιά βοηθό και των παιδιών του.

Μα ομπρός! στιγμή μη χάνουμε, ας τρέξουμε βοηθοί του. Τρέμω, τόσο άξιος στρατηγός μονάχος μες στους Τρώες 470 μην πάθει, κι' ύστερα ολωνών πολύ θα μας στοιχίσειΕίπε και πρώτος κίνησε, και πίσω ο Αίας, άντρας θεώνε ισάξιος.

Κι' άψε σβύσε πέρασε ο Αίας, κι' έτρεχε αποκοντά ο Δυσσέας, λες κόλναε, όπως γυναικός κοντά 'ναι το καλάμι 760 στα στήθια της, σαν το τραβάει με προκομένα χέρια και διάμεσα του στημονιού τινάζει το μασούρι· έτσι έτρεχε κι' αφτός κοντά, και πίσω με τα πόδια πάταε τα χνάρια πρίν χυθεί ο κουρνιαχτός τριγύρω, και στο κεφάλι ανασασμό τού φύσαε, πιλαλώντας 765 πάντα βαρβάτα, ενώ ο στρατός του ζητωκράβγαζ' όλος θαρρύνοντάς τον πούκανε τα πάντα να κερδίσει.

Μα να! πλακώνει με τρανή σαν πύργο ασπίδα ο Αίας, κι' ο Έχτορας κωλώνει εφτύς ως στο σωρό των Τρώων. 129 Τότες σκεπάζει το νεκρό με την πλατιά του ασπίδα 132 και στέκει ο Αίας μ' ανοιχτά τα γιγαντένια σκέλια, σα λιονταρού που, ενώ περνά το δάσος με μικρά της, άξαφνα βρίσκει παγανιά στο δρόμο της, και στέκει 135 στα κουταβάκια ομπρός αντριά γιομάτη, κι' όλο κάτου τραβάει το φρυδοτόμαρο σκεπάζοντας τα μάτια· έτσι κι' ο Αίας στάθηκε μπροστά στο σκοτωμένο. 137

Τότες ο Αίας τ' απαντάει, ο γιος του Τελαμώνα «Νιδιέ, όλα αφτά του Έχτορα κοπιάστε ναν τα πείτε· τι αφτός ζητούσε ναν του βγουν σε μάχη οι πιο καλοί μας. 285 Ας κάνει αρχή· όχι δε θα πω, αν πρώτα αφτός θελήσει