United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλιασκεπαστή με την κατάσπρη μπόλιακρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.

Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420

Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο, 420 μήπως πειστεί. Μον κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα, και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη.

Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. 420 Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσωΕίπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Μηγάρ πατέρα εγώ 'χω πια ή τη γλυκιά μου μάννα; Τι τον πατέρα ο θεϊκός μού σκότωσε Αχιλέας, κι' έκαψε και των Κιλικών τη μυριοπλούσια χώρα, 415 τη Θήβα την τρανόπορτη· και σφάζοντάς τον όμως δεν τον ξαρμάτωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον σαν τον έκαψε μαζί με τα χρυσά άρματά του, τούχτισε μνήμα, και φτελιές του φύτεψαν τριγύρω καλές νεράιδες του βουνού, του Δία θυγατέρες. 420 Κι' εφτά μου αδέρφια π' άφισα στον πατρικό μας πύργο, μες σε μια μέρα κι' οι εφτά κατέβηκαν στον Άδη, τι ενώ βοσκούσαν τ' άσπρα αρνιά και τραχηλάτα βόδια όξω στο λόγγο, του Πηλιά ο γιος τους έσφαξε όλους.

Το ίδιο απ' τα καλόθρονα κι' οι Δαναοί καράβια 419 στέλνουν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλους να παν για ξύλα. 420 Και τους νεκρούς σαν έφεραν, τους πήραν κι' έναν ένα 430 τους σώρεβαν πας στη φωτιά με πληγωμένα σπλάχνα· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν στ' ανάφρυδα καράβια.

Κι' αφτός πατέρα γέρο 420 έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους, που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα. Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η καρδιά μου, όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του, 425 τον Έχτορα.

Γιατί ετσιδά φοβέρισε, που θαν το κάνει κιόλας· 415 Θα σακατέψει τ' άτια σας αφτού μες στα λουριά τους, θα σας γκρεμίσει κάτου εσάς, τ' αμάξι θα σας σπάσειμηδέ σε δέκα ολόκληρους που κυκλοφέρνουν χρόνους δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός τουγια ναν το δεις, κυρά Αθήνα, σαν πώς τον πολεμούνε. 420 Ειδέ την Ήρα, αδιαφορεί, τι κάνει δε θυμώνει· σύστημα τόχει ότι κι αν πει να βάζει πάντα αμπόδια.