United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε «Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, 60 πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.

Τότ' είπε στου Πηλιά το γιο ο φυλαχτής Απόλλος «Γιατί, Αχιλέα, εσύ θνητός μού τρέχεις καταπόδι εμένα τ' άλιωτου θεού; Μα τι λοιπόν, ακόμα θεός πως είμαι δε θωράς που κυνηγάς με πείσμα; 10 Σκοπό μαθές δε θάχεις πια να δεκατίζεις Τρώεςαφτοί παν τρύπωσανγια αφτό στ' απόμακρα αλαργέβεις. Μα εμένα δε μπορείς, γραφτό δε σούναι να με σφάξεις

Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι παινεμένοι Αργίτες, που ξείπε πια ο λιοντόκαρδος γιος του Πηλιά το πείσμα. 75

Θύμωσε τότες κι' απαντάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα 55 «Θάταν κι' αφτό απ' τα λόγια σου που συνηθάς, καλέ μου, αν δα Αχιλέα κι' Έχτορα τιμήστε έτσι ίσα κι' ίσα. Μά 'ταν θνητός ο Έχτορας, βυζί γυναίκας πήρε, μα ο Αχιλέας θέαινας παιδί, που εγώ που βλέπεις με χάδια την ανάθρεψα και στον Πηλιά γυναίκα 60 την έδωκα, άντρα απ' τους θεούς περίσσα αγαπημένο.

Κι' όταν οι διο ζυγώσανε με τ' άρματα στο χέρι, πρώτα άρχισε ο πλουμόκρανος γιος του Πριάμου κι' είπε «Γιε του Πηλιά, πια μη θαρρείς σαν πριν πως θα με σκιάξεις 250 πούτρεξα κύκλω τρεις φορές, κι' όταν με τ' όπλο ορμούσες να σε προσμείνω δείλιασα· μα να σταθώ η καρδιά μου τώρα μου λέει, να μετρηθώ μαζί σου, ή σφάξω ή σφάξεις.

Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη, 275 μον άσ' την μιας και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τα' ασκέρι· πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις μη θέλεις του Πηλιά γιε, κι' ενάντια να παγαίνεις. Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του.

Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος 35 δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Τότε έτσι αλαλιασμένο στη μέση των συντρόφων του τον απιθώνουν χάμου, και παν αφτοί και παίρνουνε το δίγουβο ποτήρι. Τρίτα άλλα φέρνει του Πηλιά ο γιος βραβεία αμέσως 700 και προσκαλνάει σε πάλεμα τους Αχαιούς σκυλήσο.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.