Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πάμε! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. 625 Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι, τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του, ο έρμος! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, 630 που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.
Αφτή τους σπρώχνει πρώτα ομπρός καλόξυστο τραπέζι πανώριο ατσαλοπόδαρο, και σε ταψί χαλκένιο τους βάζει μια μελόπητα, και βάζει 'να κρομμύδι 630 προσφάι να πίνουν, και κοντά σταρόψωμο τους βάζει, βάζει κι' ολόλαμπρο καφκί πούχε απ' την Πύλο ο γέρος φερμένα χαλκοκάρφωτο, με τέσσερα φτιασμένο αφτιά, που περιστέρια διο ζερβόδεξα βοσκούσαν χρυσά στο κάθε αφτί, και διο είχε από κάτω πάτους. 635 Άλλος το κούναε δύσκολα απ' το τραπέζι αν είταν γιομάτο, μα το σήκωνε με δίχως κόπο ο γέρος.
Αφτοί σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 630 οι διο τους αγγονός και γιος του Συγνεφοσυνάχτη, πρώτα άνοιξε ο Τληπόλεμος το στόμα να μιλήσει «Πια ανάγκη, αφέντη Σαρπηδό, σε βιάζει εδώ να μένεις και να ζαρώνεις, που σπαθί σαν τι είναι εσύ δεν ξέρεις; Ψέματα λεν πως είσαι εσύ τάχα παιδί του Δία· 635 τι είσαι πολύ χειρότερος, όχι ίσος με τους άντρες που γέννησε του Κρόνου ο γιος στα περασμένα χρόνια.
Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.
Μον 'ς της λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή 620 Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, 625 Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. 630
Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη• εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη, εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων. και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630 τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα. αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη, με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635 'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα, να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα 'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα, με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν