United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη; Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη; Μόνο η Ευνίκη, πιο ώμορφη τάχα κι απ' την Κυβέλη κι απ' τη Σελήνη πιο ώμορφη κι από την Αφροδίτη, αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη. Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ' εμπρός μην αγαπάς εκείνον, μη τον γυρεύης στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα, μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι.

Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου 165 παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις

Δίχως τάχατε υποψία Εως τότε στο σκοπό μου Να 'χη φτόνου υπερβολή. Άντα ίδα αυτόν το φίλο, Απ' οργή πολλή και ζάλη, Εις την όψι να χαλνάη· Βλέπεις, μου είπε, αυτόν το σκύλλο Με τη μύτη τη μεγάλη, Που διαβαίνει, και γελάει; Είναι γείτονας δικός μου Τόσους χρόνους δεν τον ίδα Μιαν ημέρα, μια βραδιά, Σαν κάθ' άθρωπον του κόσμο Με παραμικρή φροντίδα, Με κακή ποτέ καρδιά.

Μοντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή 620 Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, 625 Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. 630

Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.

Τότε η Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με εμένα μας θανατώνει και τους δύο.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Αι! καλά, αδελφέ μου, κι' αν είνε και καμμιά μικρή συμπάθεια, είν' έγκλημα κι' αυτό; Είνε προσβολή σου τάχατε, όταν η συμπάθεια αυτή έχει ένα ιερό σκοπό, ένα γάμο; ΑΡΓΓΑΝ Ό,τι κι' αν είνε, αδελφέ μου, τ' αποφάσισα πεια· θα γίνη καλόγρηα. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Το κάνεις για να ευχαριστήσης κάποιον. ΑΡΓΓΑΝ Εννοώ τι θέλεις να πης. Όλο στο ίδιο θέμα περιστρέφεσαι. Δεν μπορείς να χωνέψης τη γυναίκα μου.

Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέρασή της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτό νου του.

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. 1000 Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος, που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμιον έπαινο 1005 Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Τις γκάβραις αρχινάει, 1010 Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.

ΘΕΡΑΠΩΝ Τη δοξασμένη μας κυρά, την κόρη του Ερεχθέως, γυναίκες, που θα την ευρώ; Ολόκληρη την πόλι εγύρισα ζητώντας την, και όμως δεν τη βρήκα. ΧΟΡΟΣ Δούλε και συ, καθώς εμείς, τι τάχατε συμβαίνει; πως τρέχεις τόσο γρήγορα και λόγο ποιόν μας φέρνεις; ΘΕΡΑΠΩΝ Μας κυνηγούν οι άρχοντες της χώρας τη γυρεύουν να την πετροβολήσουνε. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο!