United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλότυχος ανίσως και ήθελα παρομοιάση τελείως, και με το χάσιμο της μορφής μου να ήθελα χάσει και το λογικόν μου, και έτσι δεν ήθελα πέσει εις χίλιες σκληρές και θλιβερές συμφορές. Εις το αναμεταξύ που εγώ εθρηνούσα την κατάστασίν μου εις τα δάση, ο Δερβύσης εκυρίευε τον θρόνον του Μουσουλίου, και εχαίρονταν το βασίλειόν μου.

Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος προς στήθος με τον Χάρο. Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο. Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος!

Από τη μια πίστευε πως υπάρχει ένας Μεγάλος Θεός, κι από την άλλη παραδέχουνταν πως ο Μεγάλος ο Θεός είχε βαλμένους τους Ολύμπιους να κυβερνούν τα επίγεια. Με τέτοιες δοξασίες θαρρούσε ο καλότυχος πως θα ξαναφέρη τα παλιά τα μεγαλεία, και με τέτοια καύκαλα κατέβηκε στην Αθήνα .

Και εγώ εξ εναντίας κακοτυχίζω την μοίραν μου, οπού ποτέ ανάπαυσιν δεν έχω, αλλά κοπιάζω από την αυγήν έως το βράδυ διά να σύρω το αλέτρι, να οργώνω την γην, και να τραβώ τόσον βάρος με το αμάξι, εις τόσον οπού πολλές φορές κουράζομαι και δεν ημπορώ ούτε να φάγω, και όλην την νύκτα στέκω πλαγιασμένος εις τα κάτουρα και κοπριές μου και πάλιν την ερχομένην ημέραν παθαίνω τα ίδια· όθεν καλότυχος εσύ όπου ζης εις τέτοιαν ανάπαυσιν.

Αδύνατο να φανταστής, και να μη σε πάρη σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρης το τι είτανε κάθε λιθάρι σ' αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλότυχος ο ζευγάς, — κι ας είναι και Τούρκος, — που ήσυχα και ξέννοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ' ονειρευτή πώς γίνεται να υπάρξη κ' ιεροσυλία στον κόσμο!

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμοιον έπαινο Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Της γκάβραις αρχινάει, Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.

Να συστηθή αναγνωρισμένη Εκκλησία μέσα στο Κράτος· να λείψουν πια τα αιώνια τα σκάνταλα. Αν κακοφαρμόστηκε, το είδαμε το γιατί. Δεν είχε ο καλότυχος την αρετή να περιορίζη μήτε τους αυλικούς του μήτε το θυμό του. Κ' έτσι έφερνε κάποτες αταξία και ρήμαξη εκεί που γύρευε να θεμελιώση τάξη κ' ειρήνη.

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα!

Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. 1000 Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος, που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμιον έπαινο 1005 Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Τις γκάβραις αρχινάει, 1010 Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.