Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Αλλ' άμα έρριχνα τα μάτια μου προς τη ράχη, που είταν πάντα μπροστά μου, μου φαίνονταν, ότι έφευγε κι' αυτή με την ίδια γληγοράδα, που κυνηγούσα να τη φτάσω, μ' έπιανε η στενοχώρια της ανυπομονησιάς, κι' άρχιζα να κεντάω με μανία τα πλευρά του κακομοιριασμένου του ζώου, που είχα κατωθιό μου, κι' αυτό το δύστυχο, γεμάτο υπακουή σκλάβου, κι' υπομονή Ιώβ, αφίνοντας μικρό βογγυτό, μες από τα στήθια του, τραβούσε μπροστά, μ' όση ορμή μπορούσε να βάλη, χωρίς να δείξη το παραμικρό κάκιωμα, για τες σκληρές και απάνθρωπες κεντησιές, που του τραβούσα στα πλευρά με τους φτερνιστήρες μου.
Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε.
Και εις μίαν άκραν δυστυχίαν στέκει πλησίον η ογλήγορος ευτυχία· είπεν ακόμη αυτός ο ποιητής· Ο κίνδυνός σου είνε σιμά οπόταν πιστεύης ότι είσαι τελείως ευχαριστημένος· και ετοιμάσου να χαρής τότε, οπόταν τα εναντία σε κάνουν να δοκιμάσης τες πλέον σκληρές δυστυχίες. Με τέτοιον τρόπον ο Ουρανός εδιάταξε την ζωήν των ανθρώπων.
Δυο ενωμένες έπεσαν στο χέρι του, πράσινες και σκληρές σαν από μέταλλο. Ανατρίχιασε. Το μυαλό του πήγε στην Γκριζέντα: σκέφτηκε ότι θα έφευγε χωρίς να την ξαναδεί, έτσι φτωχός που ήταν θα έπρεπε να απαρνηθεί ακόμη και ένα κορίτσι φτωχό σαν κι εκείνον. Και έχωσε το πρόσωπο μέσα στη χλόη με αναφιλητά χωρίς να κλαίει ενώ οι ώμοι του ταράσσονταν από ένα έντονο τρέμουλο. Κεφάλαιο όγδοο
Καλότυχος ανίσως και ήθελα παρομοιάση τελείως, και με το χάσιμο της μορφής μου να ήθελα χάσει και το λογικόν μου, και έτσι δεν ήθελα πέσει εις χίλιες σκληρές και θλιβερές συμφορές. Εις το αναμεταξύ που εγώ εθρηνούσα την κατάστασίν μου εις τα δάση, ο Δερβύσης εκυρίευε τον θρόνον του Μουσουλίου, και εχαίρονταν το βασίλειόν μου.
Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Του κάκου• στα πιο μακρυνά όλης της γης μας μέρη, εις της Λυκίας τα Πάταρα, που είναι το μαντείον του Απόλλωνος, ή στης σκληρές κι' άνυδρες Αμμωνιάδες, στο άλλο μαντείον του θεού, αν την γυναίκα στείλης, αδύνατον απ' το γραφτό της Μοίρας να γλυτώση γιατί η ζωή της σώθηκε κ' η ώρα πλησιάζει, που θε ναρθή ο θάνατος γοργά να τηνε πάρη.
Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα.
Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.
Αλλά οι καρδιές τους δεν ήταν τόσο σκληρές όσο φαινόντουσαν, και τα δάκρυα και οι προσευχές μου τους λύγισαν. Εγκατέλειψε αμέσως το βασίλειο, είπε ο δήμιος τελικά, «και πρόσεξε ποτέ να μην ξανάρθεις, γιατί δεν θα χάσεις μόνο εσύ το κεφάλι σου, αλλά και εμείς». Τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη και προσπάθησα να αυτοπαρηγορηθώ για το χάσιμο του ματιού μου, σκεφτόμενος από τι γλύτωσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν