Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Διατί όχι, εάν επρόκειτο να μου το επιτρέψουν και να πεισθούν εις τους λόγους μου; Ακριβώς καθώς τόρα νομίζω ότι θα σας πείσω, εμέ μεν να με αφήσετε θεατήν και να μη με σύρετε εις το γυμναστήριον, αφού πλέον είμαι χονδροκόκκαλος, και να παλαίβετε μόνον με αυτόν που είναι νεώτερος και ευκαμπτότερος. Σωκράτης.
ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ω τράγε, εσένα πούχουνε οι άσπρες γίδες άντρα, ώ λόγγε εσύ βαθύσκιωτε· σύρετε, γίδες, τώρα σ' εκείνο το τρεχούμενο νεράκι· εκεί είν' εκείνος· σύρε να βρης το Μίλωνα, σύρε και πες του, τράγε, πως κι ο Πρωτεύς αν και θεός κι αυτός έβοσκε φώκες.
Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη προβάλτε τράπεζαις και ομού 'ς αυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθή 'ς την πόλι, τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».
« Συρέτε να ρωτήσητε » Τον Πίνδο με τα χιόνια. » Αν είδεν από μένανε » Αγριώτερο λοντάρι . » Απέθανα· και φύτρωσε «'Στήν Ήπειρο χορτάρι » Όλο δροσούλα και ζωή. » Ήλθαν τα χελιδόνια.» « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε » Την Ήπειρο σκοτάδι, » Τον ουρανό της 'σκέπαζε » Σύγνεφο θολωμένο, » Και το φεγγάρι πρόβαλλε » Τη νύχτα 'ματωμένο, » Χειμώνας μαύρος ήμουνα, » Ήμουνα μαύρο βράδυ.»
Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, 395 'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405
Μάταια τα έξοδά μου και μάταιοι οι κόποι σας. Σύρετε στο καλό». Ο Ρήγας πήρε το παιδί του και γύρισε στο βασίλειό του. Τα μαλλιά του και τα γένεια του είχαν ασπρίσει από τον καϋμό. Το βασιλόπουλο πιο χλωμό και πιο αχαμνό ακόμα, σαν να τώτρωγε ένα μυστικό σαράκι, κλείσθηκε μέσα στο παλάτι, έπεσε στο κρεββάτι και μιαν αυγή ανοιξιάτικη έκλεισε τα μάτια του και πέθανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν