United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΛΚΟΛΜ Ακόμη δεν επέστρεψαν, αυθέντα σεβαστέ μου, αλλ' όμως ένας, που παρών τον είδε ν' αποθάνη, μου είπ' ότι εκήρυξε το κρίμα του πανδήμως και ότι παρεκάλεσε να του το συγχωρήσης, κι' απέδειξε μετάνοιαν μεγάλην. Την ζωήν του τίποτε τόσον δεν τιμά όσον ο θάνατος του! Απέθανε 'σαν άνθρωπος καλά ετοιμασμένος το ό,τι πλέον ακριβόν να το αποτινάξη ωσάν να ήτο η ζωή πράγμα χωρίς αξίαν.

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».

Εκοιμάτοαυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτοαυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύτη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι;

ΧΟΡΟΣ Τον είπ' εκείνος Ίωνα, γιατ' ήτανε κι' ο πρώτος οπού με τον πατέρα εδώ συναπαντήθη• ποια μάννα τον εγέννησε, να σας ειπώ δεν ξέρω• Μα για να μάθης, γέροντα, όσα κ' εγώ γνωρίζω, σου λέω πως εβγήκε αυτός και πάει να θυσιάση, για του παιδιού τη γέννησι και τη φιλοξενία, μέσ' στης σκηνές της ιερές απ' τη γυναίκα του κρυφά, και με το νέο του παιδί να κάνη ένα τραπέζι.

ΠΥΘΙΑ Το είχα κράτηση μυστικό και τώρα σου το δείχνω. ΙΩΝ Και μια φορά που τόλαβες, πώς τόκρυβες ως τώρα; ΠΥΘΙΑ Γιατί ο θεός το ήθελε να τον υπηρετήσης. ΙΩΝ Και δεν το θέλει τώρα πεια; πώς να το μάθω τούτο; ΠΥΘΙΑ Σου 'δειξε τον πατέρα σου, στον τόπο σου σε στέλνει. ΙΩΝ Σου είπ' ο θεός να το κρατάς, ή άλλος ήταν λόγος; ΠΥΘΙΑ Να το κρατώ ενθύμημα μου τόδοσ' ο Λοξίας.

Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος. και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.

Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη Παντούτο στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα. Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη· Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα. Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη, Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη.

Δος τόξα μοι κερουλκά, δώρα Λοξίου, οις μ' είπ' Απόλλων εξαμύνεσθαι θεάς. ει μ' εκφοβοίεν μανιάσιν λυσσήμασιν... Ουκ εισακούετ'; ουχ οράθ' εκηβόλων τόξων πτερωτάς γλυφίδας εξορμωμένας; α α· Τι δήτα μέλλετ'; εξακρίζετ' αιθέρα πτεροίς· τα Φοίβου δ' αιτιάσθε θέσφατα. Έα· Τι χρήμ' αλύω, πνεύμ' ανείς εκ πλευμόνων; Ποι ποι ποθ' ηλάμεσθα δεμνίων άπο;

Είπ' ο Δαμοίτας κ' έπαψε κ' εφίλησε το Δάφνι και μια φλογέρα τούδωκε· κ' ευθύς γι' αντιδοσίδι ένα σουραύλι εχάρισεν ο Δάφνις στο Δαμοίτα. Και το σουραύλι παίζοντας, παίζοντας τη φλογέρα, τα δαμαλάκια εχόρευαν στη μαλακή τη χλόη. Κ' έτσι κανείς δε νίκησε τον άλλο στο τραγούδι. Τα πρόβατά του βόσκοντας απάντησ' ο Μενάλκας απάνω στα ψηλά βουνά το Δάφνι το βουκόλο.

Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν απελπίζομαι . Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.