Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Δε φέβγω εγώ όχι, τ' όπλο σου στη ράχη δε μου μπήγεις, Μον ίσα εδώ θα σου ρηχτώ, και τρύπα μου τα στήθια αν σ' τόταξε ο θεός. Μα δες να μου γλυτώσεις πρώτα 285 απ' το χαλκό μου, που αχ! στο κριάς να σου χωνέψει μέσα! Ας πας εσύ, και τότες πια σου δείχνω εγώ αν νικούνε οι Τρώες μου· τι η πιο βαριά κατάρα εσύ τους είσαι

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου• αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30 και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. το θάρρος έχουντα γοργά καράβια τους και σχίζουν τα πέλαγα, ως εχάρισεαυτούς ο κοσμοσείστης. 35 και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».

ΠΥΘΙΑ Το είχα κράτηση μυστικό και τώρα σου το δείχνω. ΙΩΝ Και μια φορά που τόλαβες, πώς τόκρυβες ως τώρα; ΠΥΘΙΑ Γιατί ο θεός το ήθελε να τον υπηρετήσης. ΙΩΝ Και δεν το θέλει τώρα πεια; πώς να το μάθω τούτο; ΠΥΘΙΑ Σου 'δειξε τον πατέρα σου, στον τόπο σου σε στέλνει. ΙΩΝ Σου είπ' ο θεός να το κρατάς, ή άλλος ήταν λόγος; ΠΥΘΙΑ Να το κρατώ ενθύμημα μου τόδοσ' ο Λοξίας.

Και άμ' έφθασετον θάλαμον η θαυμαστή γυναίκα, και ανέβηκε το δρύινο κατώφλι, οπού με τέχνη ο ξυλουργός καλόξυσε και το 'σιασετην στάφνη, και παραστάταις άρμοσε και θύραις οπ' έλαμπαν, 45 απ' το λουρί δεν άργησε να λύση την κορώνη, έμπασε μέσα το κλειδί και αντίκρ' ηύρε τους σύρταις, τους άμπωσε, και ως βόσκοντας εις το λειβάδι ταύρος βογγά, ομοίως τα λαμπρά θυρόφυλλα, σπρωγμένα από την κλείδα, εβόγγησαν κ' εμπρός της ανοιχθήκαν. 50 και ανέβηκετην υψηλή σανίδ', οπ' ήσαν όλα τ' αρμάρια με τα ενδύματα τα μοσχοβολισμένα. κείθ' άπλωσε και απ' το καρφί ξεκρέμασε το τόξο, με το θηκάρι, οπού λαμπρό το περιλάμβαν' όλο. εκάθισε, 'ς τα γόνατα το επήρε η μαραμμένη, 55 και κλαίοντας έξ' έβγαλε το τόξο του κυρίου. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πορεύθηκετο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις, ενώ τ' οπισθοτέντωτο τόξοτο χέρι εκράτει και την φαρέτρα με πολλά στεναγμοφόρα βέλη. 60 σιμά της η θεράπαιναις φέραν καλάθι, οπ' είχε χαλκόν και σίδερο πολύ, τα όπλα του κυρίου. και ότ' έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκατους μνηστήραις, 'ς της στερεοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντίλια, 65 και εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. και προς αυτούς ωμίλησε· «Μνηστήρες ανδρειωμένοι, δότε μου τώρ' ακρόασι, σεις, 'πουτο δώμα τούτο επέσετε, να τρώγετε, να πίνετ', ενώ λείπει απ' την πατρίδ' ο άνδρας μου και τόσο αργείτα ξένα. 70 και άλλην να εφεύρη πρόφασιν δεν εδυνήθη ο νους σας παρ' ότι εμέ να πάρετε γυναίκα επιποθείτε. αλλά, μνηστήρες, έρχεσθε· και ιδού, σας δείχνω αγώνα· το μέγα τόξο θέτω εγώ, του θείου Οδυσσέα. και αυτόν, οπ' ευκολώτερα τανύση την χορδή του 75 και αξίναις όλαις δώδεκα περάση με το βέλος, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας το δώμα τούτ', οπ' ήλθα νεόνυμφη, πανεύμορφο και θησαυρούς γεμάτο, οπού και μέσα 'ς τ' όνειρο συχνά θα το θυμώμαι».

Τραβάς καλά, τέρας, μα την αλήθεια. ΚΑΛΙΜΠ. Σου δείχνω κάθε πιθαμή καρπερό χώμα στο νησί, και σου φιλώ τα πόδια· παρακαλώ σε, να σ' έχω θεό. ΤΡΙΝΚ. Στη ζωή μου, κουτοπόνηρο και μέθυσο τέρας! Την ώρα, που ο θεός του θα κοιμάται, αυτό θα του κλέφτη το φλασκί. ΚΑΛΙΜΠ. θα σου φιλήσω τα πόδια, θα ορκισθώ δούλος σου. ΣΤΕΦΑΝ. Έλα, πέσε κάτου, και ορκίσου.

Κι' η τρέλλα αυτή σου ήρθε αφότου σου πέρασε απ' το νου να συναναστραφής την αριστοκρατία. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όταν συναναστρέφωμαι την αριστοκρατία, δείχνω το πνεύμα μου· και είναι πειο ώμορφο αυτό παρά να συναναστρέφωμαι τους χοντρονοικοκυραίους σου.

Ακολουθώντας την και εγώ από μακρόθεν εκρύφθηκα όπισθεν εις κάποια δενδράκια· και αυτή εκεί ευρίσκουσα τον αγαπητικόν της, άρχισε να συνομιλή με αυτόν και να λέγουν αναμεταξύ των τόσα ερωτικά λόγια, σεργιανίζοντες, ώστε άναψεν ο θυμός μου, διά να κάμω την εκδίκησιν εναντίον του παρανόμου εκείνου μοιχού, ότε ακούω την βασίλισσαν να του λέγη· δεν πρέπει να με ονειδίζης διότι αργοπόρησα, δεν προέρχεται από μέρους μου, ηξεύρεις το εμπόδιον που έχω δι' αφορμήν του ανδρός μου του βασιλέως, και αν δεν είσαι βεβαιωμένος διά την καθαράν αγάπην και τον έρωτα που έχω προς σε, καθώς εμπράκτως σου δείχνω, ηξεύρεις πόσον δύναμαι να κατορθώσω, φθάνει μόνον να προστάξης, εγώ είμαι έτοιμη να κάμω τέρατα και σημεία διά την αγάπην σου, και να μεταβάλω την φύσιν των πραγμάτων, και τούτο το ωραιότατον παλάτι και την μεγάλην ταύτην πόλιν να μεταμορφώσω εις τόσους βράχους ακατοικήτους, και τους λίθους και τα θεμέλια να τα ρίξω εκείθεν από το όρος Καύκασον, φθάνει να ειπής λόγον, και όλα ευθύς γίνονται.

Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι’ αυτά ο θάνατος ευεργεσία.

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον Των μεγάλων πτερύγων Φέρετ' εδώ· κυττάξατε, Σκληράν σας δείχνω κ' άνανδρον Καρδίαν τυράννου. Τας λαμπάδας αυτού Τινάξατε, αυτού ρίψατε Βροχήν πεπυρωμένην, Αυτού Εριννύες πετάξατε Χιλίας εχίδνας. Ο μιαρός, την μάχαιραν. . . Ανατριχιάζω . . . τρέμουσι Τα δάχτυλά μου . . . μίαν Προς μίαν εσύντριψα Τας χορδάς όλας.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν