United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή, η νεκρώνουσα, η συνθλίβουσα, είναι το μεν τέκνον του αέρος, το δε η κραταιά του ποταμού κυρίαρχος: διά τούτο δύναται και εις την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους με ταχύτητα δορκάδος να μετεωρισθή, όπου μόλις βαθμίδας διά τα βήματά των οι τολμηροί ορειβάται επί του πάγου πρέπει να τάμωσιν και πλέει και τον ορμητικόν χείμαρον επί των λεπτών φυλλωμάτων ελάτων και πηδά εκεί από του ενός βραχώδους όγκου εις τον άλλον περιβαλλομένη ως διά πτερύγων από την λευκήν χιονώδη κόμην της και την κυανοπρασίνην εσθήτα της, ήτις λάμπει όπως το ύδωρ μέσα εις τας βαθείας της Ελβετίας λίμνας.

Αλλά το μάλλον θορυβήσαν τους Ρωμαίους σημείον ήσαν νέφη ακριδών τοσούτον πυκνά, ώστε επί οκτώ ημέρας επεσκίασαν τας ακτίνας του ηλίου, ο δε ήχος των πτερύγων αυτών ωμοίαζε κρότον αρμάτων πολλών τρεχόντων εις πόλεμον . Τα φθοροποιά ταύτα έντομα είχον έξ πτέρυγας, οκτώ πόδας, τρίχας μακράς ως αι γυναίκες και ουράς οξείας ως οι σκορπιοί.

Οι πίλοι των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν.

Πέτρου κίτριναι υπό της οργής, η εικών του Εσταυρωμένου κατέπεσε και εθραύσθη, ο δε προστάτης Άγγελος του Πάπα Ιωάννου Η', όστις δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ο κλειδούχος του παραδείσου ήτο γυνή, απέπτη εις ουρανόν σκιάζων το πρόσωπον διά των πτερύγων.

Ναι· ενόμισα, ότι αι πτέρυγές σου ήσαν ικαναί, ίνα με οδηγήσωσι πανταχού· επίστευσα, ότι της φαντασίας μου η δύναμις εξήρκει, ίνα με οδηγήση διά πτερύγων ανέμων εις του κόσμου τα πέρατα, και να κατανοήσω, και να κατανικήσω, και να κατακτήσω.

Και σαρκός μεν κλοπή, είνε έγκλημα κατά του ανθρώπου· αφαιρείς από την γην· αλλά πτερύγων κλοπή είνε έγκλημα κατά του Θεού· από τον ουρανόν αφαιρείς. Σφάλμα Θεού, να φρουρήση τον ουρανόν, την δε ψυχήν του ανθρώπου ν' αφήση αφρούρητον. Και ν' αφήση εις έκαστον ιδικήν του ημέραν και ιδικήν του νύκτα να εκλέγη.

Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας.

Ηπόρουν, και η απορία μου εκορυφούτο, εφ' όσον ελύετο· εμάνθανον, και η αγνωσία επυκνούτο, εφ' όσον ενόμιζον ότι μανθάνω· ήμην τέλος σοφός, εφ' όσον ηγνόουν, και εφ' όσον επιστάμην, μωρός!. . . Ω Διδάσκαλε! ιδού ο κόσμος σου! — Και τέλος, ιδού εγώ, άνευ πτερύγων, άνευ στέμματος, με ένα πόδα ολιγώτερον, έκτρωμα και άμορφος όγκος. Κρύψε με από της φύσεως τα όμματα· θα με ίδη και θα με αποκηρύξη.

Εφάνη ότι εκάθητο επί θρόνου τόσω υψηλού, ώστε η κεφαλή αυτής, υπό τριπλού κοσμουμένη διαδήματος, ήγγιζε τα νέφη, λευκή περιστερά ίπτατο περί αυτήν δροσίζουσα διά των πτερύγων, πολύς δε λαός συνωθείτο περί τους πόδας του θρόνου γονυπετών^ τινές τούτων έπαλλον άργυρα θυμιατήρια, ων οι ατμοί συνεπυκνούντο περί αυτήν εις εύοσμα νέφη, και άλλοι αναβαίνοντες εφ' υψηλών κλιμάκων ησπάζοντο ευσεβώς τους πόδας της.

Εμένα ο κύρης μου μανίζει πότε λίγο και φωνάζει, μα δεν είνε κακός. Ο δικός σου δεν κατέω ... Πυροβολισμός αντηχήσας από μικράς αποστάσεως τον διέκοψε. Δύο τρυγόνια επέρασαν κατεπτοημένα και εκ των πτερύγων του ενός έφευγον πτίλα. — Θάν' αδερφός μου, είπεν η Πηγή με ταραχήν. Οντέν έφυγε 'πήρε το τουφέκι του και θάν' επαδά κάτω και κυνηγά.