United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαλώ τα 'γώ, μα δεν τα χαλά ο κύρης μου. Και με πάσαν αφέλειαν διηγήθη όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και των Θωμαδιανών, ως και όσα είχαν λεχθή μετά των γονέων του κατά την παρελθούσαν εσπέραν. Η Καλιώ εδικαίωσε τον Μανώλην και τον ενίσχυσε με τους συμπαθητικούς της λόγους εις την ιδέαν του ότι ήτο θύμα. Τους ήξευρε αυτή τους Θωμαδιανούς τι βιλάνοι και χοντροκέφαλοι ήσαν.

Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'νε κύρης μου και 'ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες; Η Πηγή εσιώπησεν, έτοιμη να δακρύση, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθή. Ο δε Μανώλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε: — Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο .. . — Εγώ δε θέλω;

Και απεσύρετο προς την θύραν, διά να εξασφαλίση την υποχώρησιν εν περιπτώσει νέας εφόδου, οπότε ηκούσθη θόρυβος βημάτων. — Ο κύρης μου! εψιθύρισε και διευθετούσα τα ενδύματα και την κόμην της έτρεξε προς το τελάρον. Ο δε Μανώλης κατακόκκινος, παρετήρει γύρω, ως να εζήτει μέρος διά να φύγη.

Αυτά 'ν' άσκημα πράμματα κι' άπρεπα και να τα παραιτήσης. Μια γυναίκα θα πάρης, δε θα πάρης δυο. Κιό προκομμένος ο κύρης σου την εδιάλεξε αυτή που θα πάρης. Σ' αυτήν να τα λες αυτά τα λόγια και να μην πειράζης άλλες κοπελλιές, γιατί θα βρης τον μπελά σου ... Α! αν δεν ήσουνε δεμένος με τσοι Θωμαδιανούς γή αν τα χαλάτε, τότε με όλη μου την καρδιά θάβανα τη βουλή μου να πάρης τη Μαργή ...

Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.

Ναι, ήκουσα κεγώ πως την εζήτηξε. — Κιο κύρης τση πρέπει πως θέλει να του τη δώση. Φτωχός άνθρωπος· είντα να κάμη; — Καλά το λες, κρίμα είνε. Ο Σαϊτονικολής εσκέφθη επί μικρόν, έπειτα είπε: — Λένε πως το καλλίτερο αχλάδι το τρώει ο χοίρος· μα δε θα τον αφήσω 'γώ το χοιροτερερέ να το φάη. Το κακό μόνο είνε πως ο Μανώλης δεν είν' ακόμη για παντριγιά. Είντα λες τουλόγου σου;

Μα εδά, σαν και μούδωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγή απού το στόμα σου τόνομα τσ' αδερφής μου και να μην ξαναπατήσης σπίτι μας. — Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανώλης με κίνημα αγανακτήσεως. — Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώση ο κύρης μου να την πάρης και να την λουστής.

Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, της είπε στοργικώς, και σα δεν τονε θες τον Τερερέ, δε θα σε βάλουνε να τόνε πάρης στανικώς. Κι' ο κύρης σου ήλλαξε γνώμη. — Αλήθεια; ανεφώνησεν η Πηγή, μη τολμώσα να το πιστεύση. — Αλήθεια κιαμέ ψώματα; Τόση ώρα που μιλούσαμε αυτό 'πολέμουνα, να του γυρίσω την κεφαλή του την αγύριστη. Μη φοβάσαι μπλιο να σου ξαναμιλήση για τον Τερερέ.

Τον πατέρα , τον έχει κάθε τόπος όνομα ξεχωριστό· ο ένας θα πη πατέρας , ο άλλος κύρης, τσύρης, φέντης, αφέντης, αφές, μπαμπάς . Ο κοινός τύπος που κάθε Γραικός θα καταλάβη και θα μπορέση να πη είναι ο τύπος πατέρας , ίσια ίσια γιατί είναι τύπος της κοινής συνήθειας.