Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Και βλέποντας τον ο Ρωμαίος ο Ορύβιος πως πότε ξεφάντωνε και πότε κοιμούνταν, έπεσε μια αφέγγαρη νύχτα καταπάνω των ανθρώπων του, κι άλλους έκοψε, άλλους έπιασε. Ο ίδιος ο Απελλικώντας από τρίχας γλύτωσε κ' έφυγε. Σύχασε τότες η Δήλο, μα δεν ξανάνοιξε μάτι πια. Ως τόσο άρχιζε στα περίχωρα της Αθήνας το φοβερό το δράμα του Σύλλα.

Θα με θρέψη της πατρίδας ταγέρι ως το ταχύ. Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες. Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος.

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Λοιπόν, τον ξαναρωτά, η Κυνεγόνδη;. . . . . — Απέθανε, απάντησεν ο άλλος. Ο Αγαθούλης στ' άκουσμα αυτής της λέξης λιποθύμησε. Ο φίλος του τον ξανάφερε στις αισθήσεις του με λίγο κακό ξίδι, που βρέθηκε κατά τύχη μέσα στο σταύλο. Ο Αγαθούλης ξανάνοιξε τα μάτια. Η Κυνεγόνδη απέθανε!

Σα να το μισομετάνοιωσε κι αυτό ο Αυτοκράτορας, σα να του ξανάνοιξε τα μάτια κάποιος ορθόδοξος συβουλάτορας, κι άξαφνα μήτε τη Συνοδική απόφαση δεν επικύρωσε, μήτε κήρυξε το θρόνο της Αλεξάντρειας χερεμένο. Το κακό όμως έγινε που έγινε πια τώρα. Πέρασε είχε δεν είχε του Ευσεβίου το θέλημα.

Ο Έφις ξανάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε σιγά σιγά. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;», είπε στο νεαρό τυφλό. «Είναι το αφεντικό μουΜόλις σταμάτησε η βροχή οι τρεις σύντροφοι πήραν πάλι τον ανήφορο, σιωπηλοί, σκυφτοί, σαν να έψαχναν στο μονοπάτι κάτι που είχαν χάσει.

Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.

Εκείνη βίασε τον εαυτό της∙ δάγκωσε τα χείλη, ξανάνοιξε τα μάτια και το αίμα ξαναγύρισε για να της βάψει το πρόσωπο, αλλά απαλά, μια ιδέα γύρω από τα βλέφαρα και στα χείλη. Κοίταξε τον Έφις κι εκείνος ξαναντίκρισε τα μάτια της όπως τις τρομερές μέρες, γεμάτα μνησικακία και υπεροψία. Η σκιά ξανάπεσε επάνω του. «Μην παρεξηγείτε που σας μιλάω πρώτος εγώ γι’ αυτό, ντόνα Νοέμι!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν