United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.

Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . . — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω! — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε! — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς; — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι μακρύ. — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου! — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!

ΔΑΜ. Αλλά, θεοφιλέστατε Τιμοκλή, ξέρεις ότι ο κυβερνήτης ενός πλοίου φροντίζει πάντοτε δι' ό,τι συμφέρει το πλοίον του, προ πολλού παρασκευάζεται και δίδει οδηγίας εις τους ναύτας, τίποτε δε ανωφελές και παράλογον δεν υπάρχει εις το πλοίον, αλλά μόνον ό,τι είνε χρήσιμον και αναγκαίον διά τα ταξείδια.

Μην ξέρεις τίποτα κακό για τα παιδιά ή για μένα; μην άκουσες εσύ καμιά πικρή είδηση απ' τη Φτία; Ωστόσο ζει ο Μενοίτης λεν, τ' Αχτόρου ο γιος, ακόμα, ζει κι' ο Πηλιάς, του Αιακού ο γιος, μες στα βουνά μας, 15 που να κλαφτούμε, αν πέθαναν, βαριόκαρδα κι' οι διο μας. Μα πες τι κλαις, να ξέρουμε κι' οι διο μας, μην το κρύβεις19

ΙΩΝ Αλλοίμονον! ο πόνος μου ευρήκεν κι'άλλον όμοιο. ΚΡΕΟΥΣΑ Αποζητάς και συ, θαρρώ, τη μάννα σου τη δόλια. ΙΩΝ Μη μου θυμίζης θλιβερά, που θέλω να ξεχάσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωπαίνω• αλλά τελείωσε αυτό που σε ρωτούσα. ΙΩΝ Ξέρεις ποιό είνε θλιβερό περσότερο απ' όσα λες; ΚΡΕΟΥΣΑ Ότι κ' εκείνη η δύστυχη το ίδιο υποφέρει; ΙΩΝ Πώς θα ειπή τάχα ο θεός, ό,τι ήθελε να κρύψη;

Τότες απάντησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα «Θέμη θεά, μην τα ρωτάς! Κι' εσύ εκείνου την ξέρεις τη γνώμη τι είναι, ανήμερη δίχως ψηφιά και σπλάχνος.

Λοιπόν μπορείς να διαλύσης τους αρραβώνας της κόρης σου, από τώρα, γιατί εγώ δεν θα γείνω σύζυγος της πριγκηπέσσας σας· ποτέ, μα ποτέ, εκατάλαβες; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα όλοι μας θ' ανακουφισθούμεν, Κώστα, παιδί μου, με τον γάμον αυτόν. Θα ξεχρεώσωμεν το σπίτι μας της Χάλκης, θα μπορέσης να βάλης κεφάλαια εις την δουλειά των νερών του πατέρα σου. Ξέρεις δα, δουλειά χρυσή! Ουφ! ζέστη, κουφόβρασι!

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Φίλε, φώναξέ με, το ξέρεις πώς θάρθω! — Φίλη, ο Θεός να σε ανταμείψη! Όταν πέρασε το κατώφλι, οι σπιούνοι, ερρίχτηκαν απάνω του. Ο τρελλός έσκασε τα γέλοια, στριφογύρισε το ρόπαλό του και είπε: «Με διώχνετε, ωραίοι άρχοντες.

Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε; — Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα. Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες