United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν. — Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Και ελθούσα έστη πλησίον των ξένων κυριών κομψώς χαιρετίσασα. — Νά τα! Νά τα! Είπε τότε μετ' αγανακτήσεως ο επίτροπος και προσέθηκε: — Τώρα δεν μένει άλλο, παρά να καταιβούνε αι γυναίκες κάτω και ν' αναιβούνε οι άνδρες απάνω.

Και θεωρών αυτόν ο φίλος μου όλον έκδοτον εις τον πότον τον επείραξε: — Δεν είσαιαλήθειακολοκυθοκέφαλος, κυρ-Στρατή; — Είμαι κολοκυθοκορφάς! Μάλιστα! απήντησε. Και προσέθηκε: — Ας πιούμε ακόμα μια για τους ζωντανούς. Και πίνων έλεγε·Του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά! — Ε, τώρα αράδα σου, κυρ-Στρατή. Θα μας ψάλης το «ΔοξαστικόνΕτελείωσαν «οι Αίνοι».

Δεν ξεύρω, φίλε μου. — Πού την έχουν τώρα; — Είν' εκεί, είπεν ο φρουρός δείξας έν παράθυρον. — Και ποίοι είν' εκεί μέσα; στρατιώται; — Πώς στρατιώται; Αυτό είνε η κατοικία του αρχηγού μας. Ιδού ο στρατών μας πού είνε, προσέθηκε δείξας αριστερόθεν έτερον χαμηλότερον οικοδόμημα συνεχόμενον με την οικίαν. — Και ο αρχηγός σας, επανέλαβεν ο Μάχτος, τι άνθρωπος είνε;

Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας.

Αλλά φαίνεται ότι έμεινα πολύν καιρόν αναίσθητη. Εις αυτό το διάστημα μου εφαίνετο ως να ήμουν νεκρά, προσέθηκε παραλογιζομένη. — Αλλ' αφού ήσουν αναίσθητη, πώς γίνεται να είχες αυτήν την ιδέαν; παρετήρησεν η Σιξτίνα· και αν ήσουν νεκρά, πώς θα το είξευρες; — Έχεις δίκαιον, είπεν η Αϊμά. Δεν είξευρα πού ευρισκόμουν, ήμουν εις ένα χαμένον κόσμον.

Αλλ' ο Ιησούς δεν ηδύνατο να τους αφήση με μόνον το μάθημα τούτο. Προσέθηκε τους πολύ βαθυτέρους και εμβρυθεστέρους λόγους «και τα του Θεού τω Θεώ». Εις τον Καίσαρα οφείλεται το νόμισμα το οποίον εδέχθητε ως το σύμβολον της εξουσίας του και το οποίον φέρει την εικόνα του και την επιγραφήν του. Εις τον Θεόν οφείλεται υμάς αυτούς.

— «Τι ευτυχία» ανέκραξεν εκείνη «αφού εις το εξής ο Αγρίππας ο εχθρός του Τιβερίου, θα είνε εντελώς ανίκανος να μας βλάψη!» Ο Βιτέλλιος ηγνόει τα συμβαίνοντα, η δε Ηρωδιάς του εφάνη επικίνδυνος, και ενώ ο Αντίπας ωρκίζετο ότι θα πράξη το παν υπέρ του Αυτοκράτορος, ο Βιτέλλιος προσέθηκε. — Ακόμη και αν επρόκειτο να βλάψης άλλους;