United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψη, κ' ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κοίτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε; Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαεί που μαγείρευα. Τους αφίνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πηγαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωργάκη μου.

Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.

Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.

Θα εξακολουθήσης την εικόνα και έτσι θα εύρω κ' εγώ αφορμή να μιλήσω με το Γιωργάκη, να αναφέρω το όνομά σου και έτσι προετοιμάζομεν τα πράγματα... Μ α ρ ί α. Καλά. Τότε έρχομαι... Αφού θα μείνω μόνη με το μοντέλο μου. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κατάμονες δυώ ώρες ολόκληρες. Έτοιμη μητέρα; Κα. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Αλλοιώτικη γυναίκα, η πεθερά μου. Φαίνεται σαν άλλα να λέη και άλλα να αισθάνεται.

Αφού έστειλε τους εργάτας έμεινεν ούτος ίν' αγοράση το προσφάγι των, το οποίον συνίσταται πάντοτε σχεδόν εκ βραστών κουκίων, πράσων, άρτου και ξυνού κρασιού. — Γιωργάκη, πόσο τους πήρες τς' αργάτες· του εφώναξεν ο Δήμος ο χαλικιάς ενώ ησχολείτο εις τούτο. — Γιατί; δεν είνε καλοί; είπεν ούτος, πάντοτε φιλύποπτος. — Καλοί· έχεις μάλιστα και αφορεστικό μαζί σου.

Αλλ' η ομιλία έπαυσε διά μιας, επί τη εμφανίσει εις την θύραν της καφεταρίας ενός γέροντος υψηλοσώμου και ευτραφούς, με γένεια ανώμαλα και φρύδια προέχοντα, τα οποία του έδιδον μορφήν γηραιού ληστού. Εισήλθε βήχων και εις τον χαιρετισμόν του απήντησαν οι εντός του καφενείου: — Καλώς το σιορ Γιωργάκη.

Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.

Καλέ όχι, Γιωργάκη μου. θα είναι κάποιας χανούμισσας. Όπως σούλεγα την άλλη φορά η χανούμισσες έχουν πίστωσι εις τα μαγαζειά. Αλλά μετρητά δεν τους δίδουν οι άνδρες των, γιατί παίζουν και χάνουν. Τι κάνουν λοιπόν; Αγοράζουν από τα μαγαζειά και τα μεταπουλούν όσα όσα, για να κάμουν χαρτζηλίκι Λ έ λ α. Γ ι ω ρ γ ά κ η ς.

Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!