United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως δε βρέθηκαν εκεί Μαρκέλλοι και Θεόφιλοι να τις σκαρώσουνε. Δούλεψε όμως κ' εδώ η νομοθεσία του Θεοδοσίου, και στα 394, ύστερ' από διακόσες εννενήντα τρεις Ολυμπιάδες, καταργήθηκαν τέλος κ' οι περίφημοι Ολυμπιακοί Αγώνες, κ' έτσι έσβυσε κι αυτή η πολυξάκουστη δόξα της αρχαιότητας. Λες και πλέρωνε τώρα ο δύστυχος ο Εθνισμός για του Διοκλητιανού τις αμαρτίες!

Άντρας και γυναίκα πατέρας και παιδί βρέθηκαν κι' οι τρεις αγκαλιασμένοι, και σε λίγο, κάθησαν κι' οι τρεις στο τραπέζι και γιώρτασαν μαζύ τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγενα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά. Μια φορά κι' έναν καιρό είταν ένας πατέρας, πούχε ένα μοναχοπαίδι και τ' αγαπούσε καλύτερα απ' όλον τον κόσμο.

Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνεια κρύβει τη γύμνια του! Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα. Ας του μιλήσουμε από μακριά. — Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμπρά σκαρωμένο. Νάρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει.

Πλερώθηκαν οι Ούννοι, άδειασε το Ταμείο· περνούνε δέκα χρόνια, από έξη βρέθηκαν εξήντα χιλιάδες.

Στην Τουρκιά όμως ακόμη υπάρχει η τοπική αυτοδιοίκηση, με τον τύπο της κοινότητας. Στην Αίγυπτο κάθε μέρα γ ί ν ε τ α ι. Στην Αμερική το ίδιο. Όπου δέκα Έλληνες, εκεί και κοινότητα. Κυβερνούνε τα ιδιαίτερα τους μοναχοί τους, και υποτάζονται κατά τα άλλα στους νόμους του κράτους όπου βρίσκονται. Δηλαδή τι κάνουν οι δέκα Έλληνες που βρέθηκαν μαζί; Πρώτα φέρνουν τις γυναίκες τους ή παίρνουν γυναίκες.

Τους συνεπήρε η μπόρα του μαζί με τις άλλες χώρες, κ' έτσι βρέθηκαν κατόπι στα χέρια του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Λυσιμάχου. Ύστερ' απ' αυτούς ορθοστέκουνται πάλι και χαίρουνται κάποια λευτεριά καμιά κατοστή χρόνους, ώσπου πλάκωσε και στα μέρη τους η πλημμύρα της Ρώμης. Είχαν τη γνώση οι Βυζάντιοι να μη δείξουν αντίσταση στους Ρωμαίους, και τους καλομεταχειρίστηκαν.

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.

Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.

Για να χαθή το χ, έπρεπε πρώτα να προφέρουν το χ σα δασεία, έπειτα κ' η δασεία ξεψύχησε· τότες βρέθηκαν τα δυο ι κοντά το ένα στάλλο, και τάλεγαν και τα δυο μαζί· το πρώτο λιγόστεβε με τον καιρό, ώςπου να μην ακουστή, κ' έμεινε το δέφτερο μοναχό του.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι