United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει νάρθανε. Η ίδια. Μπαίνει ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΚΡΑΛΗΣ Δέσπω. Καλώς τους και πάλι καλώς τους! Μα γιατί δα και τόση άργητα; Ή τάχα για να μας φέρετε κι άλλον ένα λεβέντη μαζί σας; Από το γελαζούμενο πρόσωπό του το νοιώθω πως είνε ο φίλος του Κωσταντή μου, ο κυρ Κράλης από τη Βαβυλώνα. Κράλ. Καλά ταπομάντεψες, αρχόντισσα.

Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα.

Το οποίον του απεκρίθη πως βλέποντας την πολλήν σου άργητα, ω αγαπημένε μου Σειρμώγ, και μη έχοντας καμμίαν είδησιν διά λόγου σου, αφού και εμίσευσες διά την Κασμυρίαν, ηθέλησα να έλθω ο ίδιος διά να σε ανταμώσω, και να ιδώ πώς πηγαίνει η επιχείρησίς σου· και ούτως απερνώντας από τούτο το λειβάδι εσυναπάντησα την μάγισσαν, που εσεργιάνιζεν εις αυτό, η οποία με πολλήν ευγένειαν με εκάλεσε διά να πηγαίνω εις το παλάτι της να την επισκεφθώ.

Ψυχή, ψυχή ανυπόφερτη σ' του πάθου μου τη βράσι, Άφσ' το κορμάκι μου νεκρό να πάγη ν' αγαλλιάση. Αχ, έλα θάνατε γλυκέ τους πόνους μου να γιάνης, Τρέξε σ' εμένα γλήγορα, καμιά άργητα μη βάνεις. Ω θάνατε απάνθρωπε, γιατί δε με πληγώνεις, Κι' από παρόμια βάσανα γιατί δε με γλυτρόνεις; Βάρει με το κοντάρι σου, παρακαλώ σε Χάρε, Κι' αυτήν την άθλια μου ζωή, σπλαχνίσου με, και πάρε.

Διηγήσου μου το λοιπόν χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. &Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της Αλγεμάλ.&

Δε φταίμε· η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει. 410 Τι μήτε απ' όκνο κι' άργητα δική μας του Πατρόκλου του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες. Τρανός θεός τον έφαγε στων μπροστινών τη μέση, του Δία ο γιος και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες.

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.

Ακούς λέει; καρφωμένα είνε να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέση να σηκωθή, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρησε. Άργητα θέλει; Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθή όλα τα καράβια του κόσμου.

Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα.

Οι άλλοι εναυλώνοντο προς 95 εκατοστά του φράγκου. Αυτός προς 1,05. Οι άλλοι δεν εγλύτωναν από «σταλία», την άργητα εις το εκφόρτωμα. Αυτός εξεφόρτωνεν αμέσως. Οι άλλοι συχνά εφουρτουνιάζοντο, ή ευρίσκοντο εις την ανάγκην να κάμουν αβαρίαν, εις αυτόν ποτέ δεν συνέβη.