Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ο δε Βελής έμεινεν εκστατικός εις το να ιδή τούτα εις τέτοιαν κατάστασιν. Τότε η βασίλισσα του είπεν, ύπαγε να ειπής του αυθέντος σου, ότι η βασίλισσα γυναίκα του επροξένησεν ετούτην την ζημίαν. Αυτός υπήκουσε, και επήγε και το είπε του βασιλέως.
Ο Πρωτόγυφτος ανωρθώθη, περιήλθε δις ή τρις περί τον βράχον, και είτα τη είπε· — Σηκώσου να πάμε. Η Αϊμά υπήκουσε. Τότε ήρχισαν να οδοιπορώσι διά μέσου των δρυμώνων. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας οδούς και ηγνόει προς ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να μεταβώσι, και πού έκειτο η Μονεμβασία. Τον ηκολούθει δε μηχανικώς.
Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν τους απέλυσε.
Ο φρόνιμος Τοχρούλμπεης εθλίβη πολλά διά την αναχώρησιν των πρέσβεων χωρίς να ημπορέση να τους ευχαριστήση εις το ζήτημά τους, διά τον όρκον που είχε κάμει εμβαίνοντας εις φόβον να μην του ήθελαν σηκώσει πόλεμον οι αυθεντάδες τους που δεν τους υπήκουσε, εστοχάσθη να διορθώση το πράγμα με τον ακόλουθον τρόπον.
Διηγήσου μου το λοιπόν χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. &Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της Αλγεμάλ.&
Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' υπετάχθη σιωπηλώς. Έκλινε δε προς την δύσιν η ημέρα. Ότε επήλθεν η νυξ, τότε ο Πρωτόγυφτος τη λέγει· — Σηκώσου τώρα. Είνε καιρός να πηγαίνωμε. Και η νέα υπήκουσε. Διήλθον πολλών μιλίων οδόν. Η Αϊμά εβάδιζε μετ' απιστεύτου καρτερίας. Άλλως δε είχεν αναπαυθή κατά τον τελευταίον σταθμόν, και η λιτή τροφή, ην έλαβε, τη απέδωκε τας δυνάμεις της. Ήτο δε βαθύ σκότος.
Ούτως ο Κομποδήμος υπήκουσε πάλιν και επανήλθεν, αφού είχε μεταβή εις το μικρόν εγγύς δωμάτιον λέγων: — Ευωδιάζει το σκυλοφαωμένο! Η Κρατήρα είχεν υπάγει εις την Εκκλησίαν. Ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα. Οι κώδωνες του ναού και οι δύο είχον κρουσθή προ πολλού, σκληρώς πως αντηχούντες επί της χιονισμένης κώμης.
— Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.
Η σκλάβα υπήκουσε, και έκαμε καθώς την επρόσταξεν, η οποία ευθύς εγύρισε με μίαν πλουσίαν φορεσιάν και με ένα φακιόλι παρόμοιον με εκείνο του Κατή, εις τρόπον που εφάνηκα εις μίαν στιγμήν πλέον ευγενικά ενδυμένος από πρώτα.
Τότε αυτός έβγαλε και μου έδωσε δέκα χιλιάδες φλωρία και φορέματα, και διαμάντια πολλά, και με ηλευθέρωσεν από την σκλαβιάν· μα εις αυτά που μου έδωσε, του εζήτησα και τον ευνούχον Καμπούρ διά να μου τον δώση εις την φύλαξίν μου, και ευθύς με υπήκουσε. Παίρνοντας εγώ αυτά τα χαρίσματά μου και τον Καμπούρ, επήγαμεν εκεί που ευρίσκετο η Τζελίκα με την οποίαν εχαρήκαμεν πολύ διά την εύρεσίν μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν