Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Και όστις μεν εκακοποίησε από ξένην ανοησίαν, διότι υπήκουσε εις αυτόν από επιπολαιότητα, ας υποστή ελαφροτέραν τιμωρίαν, όστις δε εκακοποίησε από ιδικήν του ανοησίαν ή από ακράτειαν των ηδονών του ή των λυπών του διατελών εις κάποιον φόβον ή επιθυμίαν ή φθόνον ή έξαψιν, τα οποία κατήντησαν αθεράπευτα, ας υποστή βαρυτέραν τιμωρίαν, και ας τιμωρηθή, όχι διότι εκακοποίησε, διότι βεβαίως ό,τι έγινε δεν είναι δυνατόν ν' απογίνη, αλλά με την ελπίδα να μισήση την αδικίαν και ο ίδιος και όσοι τον είδαν τιμωρούμενον, ή διά να ξελαφρώση πολλά μέρη αυτής της συμφοράς.
Ο βεζύρης τον υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν. Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως.
Τότε ο Καλίφης είπε του Βεζύρη του· έπαρε ευθύς δέκα χιλιάδες καβάλλαν, και σύρε να τους πιάσης και να τους φυλακώσης. Ο βεζύρης υπήκουσε, και εν τω άμα επήρε τους στρατιώτας και εμίσευσεν. Ας ξαναγυρίσωμεν τώρα εις τον Αμπτούλ διά να ιδούμεν την αιτίαν, που δεν τον ηύρεν ο βεζύρης εις το κοιμητήριον, εις το οποίον τον είχον αφήσει.
Μετά το λουκούμι και την μαστίχαν τα προσενεχθέντα εις τους επισκέπτας, εξ ων η Λελούδα δεν ημπόρεσε να γευθή τι, ο Φαναριώτης έβηξε, κ' έλαβε τον λόγον. — Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι, κι' άνοιξε το βιβλίο σου. Ο ιερεύς υπήκουσε μηχανικώς. Την στιγμήν εκείνην κατήλθε την σκάλαν της καμπίνας είς ναύτης, όστις ήτο εκ των κωπηλατών της βάρκας.
Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ;
Εγώ δε την επιούσαν, ενώ εκείνος ευρίσκετο εις την αγοράν διά ν' αγοράση κάτι τι, επήρα το γουδοκόπανον και το ένδυσα και αφού είπα τας τρεις συλλαβάς, το διέταξα να φέρη νερόν. Αφού δ' εγέμισε μίαν στάμναν και την έφερε, του είπα• Παύσε να κουβαλής νερόν και γίνου πάλιν γουδόχερον αυτό όμως δεν μου υπήκουσε, αλλ' εξηκολούθει να κουβαλή νερόν, έως ου έκαμε το σπίτι λίμνην.
Τας εκτύπησε όλας, την μίαν μετά την άλλην έπειτα εβρυχήθη κροτών τους πόδας του. — Τον έχω! τον εύρον! Εδώ είνε ο θησαυρός του Ηρώδου. Οι Ρωμαίοι είχον την τρέλλαν να νομίζουν ότι ο Ηρώδης είχε θησαυρόν. — «Δεν υπάρχει τίποτε», ωρκίζετο ο Τετράρχης. — Οπωσδήποτε κάτι θα υπάρχη εδώ κάτω. — Τίποτα! Ένας άνθρωπος, ένας φυλακισμένος. — «Δείξατέ μου τον», είπεν ο Βιτέλλιος. Ο Τετράρχης δεν υπήκουσε.
— Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν. Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον. Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της. — Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη. — Κινητός. — Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου. Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο.
Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου. &Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.&
Ο αρχιευνούχος υπήκουσε, και με έφερεν εδώ που με βλέπεις, ο οποίος είνε ο πλέον πλουσιώτερος χοντζερές που έχει. Και ευθύς που ήλθα εδώ πολλές σκλάβες μου έφεραν πλούσια φορέματα, και άλλα διάφορα αναγκαία στολίδια. Όλες αυτές μου είπαν πως ο βασιλεύς τες έστειλε διά να με δουλεύσουν μετά μεγάλης επιμελείας· ύστερα από αυτές ήλθε και ο βασιλεύς διά να με εύρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν