United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη.

Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε.

Ο Σκούντας τω είπε·Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.

Αλλά και εις εμέ τον ίδιον φαίνεται, τόρα που το είπες συ, ότι άλλο είναι αυτό το ωραίον ως προς τους νόμους. Σωκράτης. Στάσου ήσυχα, Ιππία μου. Διότι είναι φόβος, ενώ επέσαμεν εις την ιδίαν δυσκολίαν με την προηγουμένην περί του ωραίου, να νομίζωμεν ότι ευρισκόμεθα εις κάποιαν άλλην ευκολίαν. Ιππίας. Πώς το εννοείς αυτό, Σωκράτη μου; Σωκράτης.

Τι άκουσες; — Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . . Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και, — Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.

Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου, δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσειςΕίπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει, 655 και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διο χέρια.

Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή: — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει: — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο.

Και ίσωςτο πιο παράξενοθα χανότανε ο Δάφνης μόλις εβρέθηκε, αν δεν εστοχαζόταν ο Άστυλος να ξαναφωνάξη: — Στάσου, Δάφνη, και μη φοβηθής καθόλου· είμαι αδερφός σου και γονιοί σου οι ως τα τώρα αφέντες σου· τώρα δα ο Λάμωνας μας είπε για τη γίδα και μας έδειξε τα σημάδια· και γυρίζοντας πίσω κοίταξε πώς τρέχουνε χαρούμενοι και με γέλοια· μα φίλησε πρώτα εμένα· σ' ορκίζομαι στις Νύμφες πως δε σου λέω ψέματα.

ΧΟΡΟΣ Ιδού ότι έρχεται προς τα εδώ ο γέρων Πηλεύς σπεύδων με το γεροντικόν του βήμα. ΠΗΛΕΥΣ Σας ερωτώ, ω γυναίκες, καθώς και αυτόν, ο οποίος είναι έτοιμος διά σφαγήν τι συμβαίνει, και διατί; Ποία η αιτία της ταραχής εις τα ανάκτορα; Τι σημαίνει αυτή η εκτέλεσις χωρίς δίκην; Στάσου, Μενέλαε. Μη σπεύδης να εκτελέσης χωρίς δίκην. Συ, οδήγησε με γρηγορώτερα.

Δεν παρετήρησες, ένδοξε Τριβούνε, ιεροτελεστίαν τινά ή αντικείμενόν τι λατρείας . . . κανέν αγαλμάτιον ή ανάθημα ή φυλακτά; Δεν τας είδες να χαράττωσι σημεία τα οποία η Πομπωνία και η νεαρά ξένη μόναι ηδύναντο να εννοήσωσιν; — Σημεία; . . . Στάσου! . . . Ναι! Μίαν ημέραν είδα την Λίγειαν να χαράττη ένα ιχθύν εις την άμμον. — Ένα ιχθύν; Άαα! Ω! Άπαξ ή πολλάκις; — Άπαξ.