Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Άλλος είχε μάννα, άλλος πατέρα, άλλος θειο ή θεια, κι' άλλος μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή. Τι πικρή ώρα, η ώρα του ξεχωρισμού! Όλο το αίμα μαζόνεται στην καρδιά, το πρόσωπο σκυθρωπάζει, και τα μάτια βουρκώνουν από τα δάκρυα. «Κι' ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει». Λέγει το ηπειρωτικό τραγούδι. Αλήθεια δεν έχει παρηγοριά ο ζωντανός ο ξεχωρισμός!
Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!
Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος δήμιος. « &Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!&», όλοι οι συγγενήδες, που παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι.
Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή: — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει: — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο.
Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι' αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας, έφτασαν στο σπιτοκάλυβο.
Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτως&» ανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».
Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα! Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν