United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνε τον έρμο του Πηλιά γιο θέτε να βοηθάτε, που δίκιο μες στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του 40 λυγάει μια στάλα, μον λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι, που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του και πάει αθρώπων ζωντανά να βρει και να χορτάσει· έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει. 44 Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο 46 θάχασε — ή γιο του, ή αδερφό από μιας μάννας σπλάχναμα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελιώνει· γιατί οι Μοίρες τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Δέξου λοιπόν να μείνουνε κύριοι μέσ' στο σπίτι και μην τους δώσης μητρυιά, μία γυναίκα ξένη, που δεν θα είναι σαν κ' εμέ καλή, και από ζήλεια θα βάλη χέρι απάνω τους και θα τα βασανίζη. Αυτό μονάχα σου ζητώ κ' ελπίζω να το κάμης. Γιατί δεν είναι μητρυιά που εις τα παιδιά της μάννας να μην είναι χειρότερη κι' απ' την οχιά ακόμα.

Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης. Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι. Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα — Ο Στεφανής! Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά.

Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάννας του τη βύζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι εικοσιεφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Είτανε νύχτα, κ' έφεγγε σα λαμπάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώτες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται.

Ειπέ της μάννας σου, είνε φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κ' ύστερα το πένθος θα μας κάνη ν' αναβάλλουμε τα στέφανα. . . . Κ' εγώ θα πω του Θανάση, πως είνε φόβος μην πεθάνη η μητέρα σου, κι' από τη λύπη μας θ' αναγκαστούμε ν' αναβάλλουμε το γάμο για του χρόνου. — Έννοια σου! . . . είπε μετ' αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός. Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του.

Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ' να φουσκόνη, σα βουνό. — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα. «γιατί

Κ' εκεί πούμαστ' οι τέσσερης κουτούκι στο μεθύσι, ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξη, άρχισε να μας τραγουδή του Λύκου το τραγούδι, τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε αρχίνησε τα κλάμματα κ' έκλαιγε τόσο, τόσο όσο ποτέ δε θάκλαιγεν έξη χρονών κορίτσι που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάννας.

Ποτέ κόττα δεν ξενόμισε· ποτέ μελίσσι δεν πήγε να στήση αλλού το κουβέλι του. Ένας μάλιστα κόκκορας προχωρούσε άφοβα ως το σπίτι. Ήταν ο μεγαλείτερος κι ο ωμορφότερος κόκκορας της γειτονιάς, με πούπουλα χρυσοκόκκινα σαν κουμαρίσα φωτιά. Πήγαινε και βάτευε τις κόττες του, έμπαζε τα κλωσσοπούλια στα φτερά της μάννας τους και βίγλιζε τον πετρίτη που τριγυρόφερνε ψηλά για ν' αρπάξη κανένα.