United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.

Έτσι είπε, και στης μάννας του σηκώνεται και βάζει 585 τα χέρια πλουμιστό καφκί, και της λαλεί διο λόγια «Κάνε, μαννούλα, απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα, μήπως σε δουν τα μάτια μου, που σ' αγαπάω, στρωμένη στο ξύλο, και δε θα μπορώ να σε βοηθήσω τότες κι' ας λαχταρίζω. Σα βαρύ ν' αντιφερθείς του Δία.

Πόσο σπάραγμα δεν αιστανόμουνα μέσα μου, όταν περνούσα μόνος αλάκερο χειμώνα χωρίς ένα φιλί της μάννας, χωρίς ένα αγκάλιασμά της!

Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη! Πιπ.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Αυτό φαίνεται σα δραματικό παραμύθι. Η αλήθεια είναι πως μετάνοιωσε ο Κωσταντίνος πικρά σαν άκουσε τους θρήνους της μάννας του. Την ξανάφερε στην καρδιά του γιου της η Ελένη τη θεοφοβωσύνη εκείνη που του μετρίαζε κάποτες την πολιτική του σκληρότητα, και τον έφερνε στα συλλογικά του. Είταν αηδιασμένος από τη Ρώμη.

Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα . . . . Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας . . . Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κ' ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να την φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες το νερό, η μαγκούρα του επήγε μακρυά, κι' ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο.

Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα. — Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάννας της.

Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας, 5 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια. «Τι κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει, και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της; 10 Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.