United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού είπε το παραμύθι αυτό ο Δάφνης, όχι μονάχα δέκα φορές, παρά πολύ περισσότερες τον εγλυκοφίλησε η Χλόη. Παραλίγο κι αυτά να τα ειπή η Ηχώ, σαν για να βεβαιώση ότι δεν είπε καθόλου ψέματα.

Πώς αποκοτήσατε να κάνετε αυτά σαν εξωφρενιασμένοι. Εγεμίσατε πόλεμο την αγαπημένη μου εξοχή· αρπάξατε κοπάδια βόιδια και γίδια και πρόβατα, που εγώ τα νοιαζόμουν· ξεσύρατε από τους βωμούς παρθένα, που ο Έρωτας θέλει να κάμη μ' αυτή παραμύθι και δεν εφοβηθήκατε μήτε τις Νύμφες που σας εβλέπανε, μήτε εμένα τον Πάνα.

Αυτό φαίνεται σα δραματικό παραμύθι. Η αλήθεια είναι πως μετάνοιωσε ο Κωσταντίνος πικρά σαν άκουσε τους θρήνους της μάννας του. Την ξανάφερε στην καρδιά του γιου της η Ελένη τη θεοφοβωσύνη εκείνη που του μετρίαζε κάποτες την πολιτική του σκληρότητα, και τον έφερνε στα συλλογικά του. Είταν αηδιασμένος από τη Ρώμη.

Σήμερον όμως προτιμώμεν κατ' εξαίρεσιν να διηγηθώμεν εις αυτούς μίαν αληθεστάτην ιστορίαν, ήτις έχει το πλεονέκτημα να ομοιάζη παραμύθι και πλην αυτού να συνδέεται στενώς με το μέγα ζήτημα της θανατικής ποινής. Ως πάντες γνωρίζουσι, το εκτάκτως φοβερόν της ποινής ταύτης έγκειται εις τας προηγουμένας της εκτελέσεως αγωνιώδεις ώρας του καταδίκου.

Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνααποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Μόνη της η γριά, καλή γριά, προσπαθεί να θυμηθή κανένα παραμύθι. Οι άλλοι ξέρουνε, μα τι τους μέλει; Αδιαφορία και για τον κόπο το δικό σου και για την επιστήμη που σ' έφερε ως εκειδά. Ναγόραζες σμυρίγλι, θα τους βαστούσες όλη νύχτα στο ποδάρι. Θέλεις να φύγης, να πας σ' άλλο νησί. Βαπόρι δεν έχει.

Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.

Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαροκαμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρισμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζη αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιανούλα! Ή τάχα πρέπει να τ' ακούν κ' οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τάκουσαν, τι ωφελήθηκαν!

Αυτή είναι η εικόνα κ' η μαμά την είχε πάρει μαζί μ' άλλες εικόνες και φωτογραφίες και στόλισε την καινούρια καλοκαιρινή κατοικιά μας. Σε μια φωτογραφία της εικόνας αυτής κάρφωσε το βλέμμα ο Σβεν και ρώτησε τη μαμά: — Τι είναι αυτό; Κ' η μαμά του διηγήθηκε το παραμύθι του σκληρού θανάτου, που έρχεται και παίρνει εκείνον, που είναι νέος, κι αφίνει τη γερόντισσα, που παρακαλεί να πάη κοντά του.