Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν' ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης εζήτει να ιδή τον Κύριον. — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.

Εκπλαγείς ο Κύρος διά την απόκρισιν ταύτην, απεμάκρυνεν όλους και ηθέλησε να μάθη παρά του Κροίσου τι προέβλεπε δι' αυτόν εις εκείνα τα οποία συνέβαινον. Ο Κροίσος απεκρίθη· «Αφού οι θεοί με παρέδωκαν αιχμάλωτόν σου, νομίζω δίκαιον, εάν βλέπω τι το οποίον συ δεν βλέπεις, να σοι το λέγω. Οι Πέρσαι είναι φύσει θρασείς και στερούνται χρημάτων.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Εκπλαγείς δι όλα αυτά, έμεινεν επί τινας στιγμάς άφωνος· έπειτα, συνελθών εις εαυτόν μετά τινος δυσκολίας, και θέλων να απομακρύνη τον Αρτεμβάρη διά να εξετάση τον βουκόλον μόνος προ μόνον· «Αρτεμβάρη, είπε, θα πράξω ώστε και συ και ο υιός σου να μείνετε ευχαριστημένοιΑπέπεμψε λοιπόν τον Αρτεμβάρη, και αφ' ενός μεν οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς του, έλαβον τον Κύρον εις τα ένδον του ανακτόρου.

Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος ανεγνώρισεν, είπε: — Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . . Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών. Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα, όστις τω είπε: Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά.

Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του, απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα. — Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί. Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.

Ακούσας τούτο ο πυλωρός, εισήλθεν εις τον βασιλέα διά να δώση είδησιν· ο δε βασιλεύς εκπλαγείς, είπε· «Και τις λοιπόν είναι αυτός ο Έλλην ευεργέτης μου εις τον οποίον οφείλω ευγνωμοσύνην, εγώ όστις νεωστί έλαβον την αρχήν; Εδώ εις ημάς δεν ηξεύρω αν κανείς ακόμη ανέβη από αυτούς και δεν ενθυμούμαι να οφείλω τι εις Έλληνα.

Ο Χρήστος ησθάνετο τας δυνάμεις του εκλειπούσας και ήρχιζε ν' απελπίζεται, ότε έξαφνα ακούει μακρόθεν μίαν φωνήν, την φωνήν του Γερομήτρου. — Βάστα, Χρήστε, έφθασα! Τα πρόβατα του Χρήστου φεύγοντα είχον φθάσει μέχρι της καλύβης του Γερομήτρου. Εκπλαγείς ο γέρων ήνοιξε την θύραν του και είδε μακρόθεν τον Χρήστον παλαίοντα με το θηρίον.

Αλλ' ο Σόλων, χωρίς να τον κολακεύση παντάπασιν, αλλά λέγων την αλήθειαν, απεκρίθη· «Ο Τέλλος ο Αθηναίος, βασιλεύΕκπλαγείς ο Κροίσος διά την τοιαύτην απόκρισιν, τω είπε με περιέργειαν· «Πόθεν εικάζεις ότι ο Τέλλος είναι ο ευδαιμονέστατος των ανθρώπων;» Ο δε Σόλων απεκρίθη· «Πρώτον διότι ο Τέλλος, ζων εις ευτυχούσαν πατρίδα, εγέννησε παίδας ωραίους και εναρέτους, και εξ όλων τούτων είδε να γεννηθώσι τέκνα τα οποία έζησαν όλα· δεύτερον διότι και κατάστασιν αρκετήν είχε δι' Έλληνα ενόσω έζη και η τελευτή του βίου του εγένετο λαμπροτάτη.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν