United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγεννήθη αίφνης εις την Σμάλτω η αμφιβολία μήπως δεν ήτο ο Μήτρος παρά άλλος τις βοσκός πέραν, εις έτερον αγρόν. Πλην το αύλημα ηκούετο ερχόμενον από της απέναντι σκιάδος καθαρά καθαρά, ωσεί επιμένον να φανερώση την εκεί παρουσίαν του.

Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων· να του είπη όπως παύση ν' αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση. Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.

Όπως ο καπνός ξηρών ξύλων, ο οποίος όσον ανέρχεται εις την ατμοσφαίραν τοσούτο κυανούται και λαμπρύνεται εις μαρμαρυγήν υπό τας ηλιακάς ακτίνας, ούτω και το αύλημα καθ' όσον ενετείνετο, απεκάλυπτε μίαν προς μίαν τας ελκυστικάς και τρυφεράς στροφάς του τραγουδιού.

Αλλά το αύλημα εξηκολούθει αντηχούν, υπέρτερον της φωνής της και του βαναύσου γλουγλουκισμού των γαλλίων, έχον βοηθόν ακατάβλητον την ψυχράν και ξηράν πνοήν του ανέμου. Η Σμάλτω δεν ήξευρε πλέον και αυτή πώς διέκειτο και τι ήθελεν.

Και τω όντι τόρα το αύλημα ήλλαξε τόνον. Δεν είχε πλέον εκείνην την θανατώδη φαγούραν της ψυχής· ήτο θωπεία παυσίπονος, ως μαϊστράλι καλοκαιρινόν, της καρδίας μαλακή μαλακή φλοξ, μη απειλούσα καταστροφήν αλλά μόνον οργασμόν, εις υψηλά αφοσιώσεως στρώματα, εις πίστιν και αυτοθυσίαν ωθούσα.

Έλαβε δε τον κάλαμον και τύπτουσα εδώ κ' εκεί την γην διά να συμμαζεύση δήθεν τα γαλλιά, ετόνισεν ισχυρώς την πρόσκλησίν των, ουδέν άλλο σκοπούσα, παρά να καλύψη διά της φωνής της το αύλημα, και μη το ακούση πλέον. — Πίκιο, πίκιο το γαλλί, γαλλί, γαλλιό!

Η καρδία της εβροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ' εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ' άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε.

Και η Σμάλτω εγνώριζε πολύ καλά το αύλημα εκείνο· δεν ήτο δυνατόν άλλος να παίζη τοιαύτην φλογέραν· δεν ήξευρε κανείς άλλος να δίδη εις τους ήχους της τόσην ζωήν, τόσην δροσερότητα, ώστε να γεμίζη τον αέρα πέριξ από μυρία συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας!. . . Αυτά δεν τα γνωρίζουν όλοι, όπως δεν ψάλλουν και όλα τα πουλάκια με την φωνήν της αηδόνος.

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

Για 'με το λες; ηρώτησεν αίφνης, στραφείσα προς τον Μήτρον εν όλη τη αίγλη της μελαχρινής καλλονής της. — Ναι· κατένευσεν ο βοσκός χωρίς να διακόψη το αύλημα. — Κακά κάνεις. Ω! βεβαίως, πολύ κακά έκαμνεν ο βοσκός να παίζη με τόσην τέχνην. Αλλ' έκαμνε χειρότερα η Σμάλτω, ήτις ηκροάτο ακόμη του αυλήματος, το οποίον βαθμηδόν βαθμηθόν ανυψούτο εις τόνον περιπαθείας υπερνέφελον.