United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ μονάχα θα σας 'πω πως ήλθα 'στην Αθήνα ξεσκούφωτος ... πιστεύσετε πως δεν σας λέγω ψεύμα· την ώρα όπου έψαλλα στροφάς 'στην Σαλαμίνα, επήρε το καπέλο μου σφοδρόν αέρος ρεύμα. 'Στην τόσην ευτυχίαν μου εβάρυνε κι' εκείνο, και το πατρώον έδαφος ξεσκούφωτος 'φιλούσα . . . αν ήλθα Πτωχοπρόδρομος, κι' αν τέτοιος απομείνω, ας όψεται ο κύριος Απόλλων και η Μούσα.

Ενώ δε η λύρα έκρουε τας γοργοροτέρας στροφάς του πηδηκτού, ο Μανώλης ανεπήδα εις ύψος μέγα. Και ενώ ήτο μετέωρος, εκτύπα με την παλάμην, οτέ μεν την μίαν, οτέ δε την άλλην του κνήμην. Έπειτα ελύγιζε προς τα οπίσω το σώμα ή κάμπτων τα γόνατα και χαμηλώνων μέχρι του εδάφους ανεπήδα έπειτα με θαυμαστήν ελαστικότητα. Και άλλοτε μεν εξέπεμπε στεναγμούς, άλλοτε δε ουρλιαστικάς επιφωνήσεις ενθουσιασμού.

Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτιείπεν η γραία θετή μητέρα του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής, Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάριΚαι ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα.

Όπως ο καπνός ξηρών ξύλων, ο οποίος όσον ανέρχεται εις την ατμοσφαίραν τοσούτο κυανούται και λαμπρύνεται εις μαρμαρυγήν υπό τας ηλιακάς ακτίνας, ούτω και το αύλημα καθ' όσον ενετείνετο, απεκάλυπτε μίαν προς μίαν τας ελκυστικάς και τρυφεράς στροφάς του τραγουδιού.

Και λοιπόν ήμην έτοιμος κατά τον αυτόν τρόπον να ερωτήσω επίσης και περί του ηλίου και περί της σελήνης και περί των άλλων άστρων και διά την ταχύτητα του ενός ως προς την του άλλου και διά τας στροφάς των και διά τα άλλα των παθήματα και να μάθω πως τάχα είναι καλύτερον κανέν από αυτά και να κάμνη και να παθαίνη αυτά, τα οποία παθαίνει.

Είχε δε λάβει και άλλας διαστάσεις και στροφάς η τρέλλα των. Είχαν δεχθή εις την οικίαν μάντεις και τουρκόγυφτους, διά να ταις ειπούν την μοίραν. Είχον υπάγει εις μάγισσες, να κάμουν μάγια, διά να μαγεύσουν τον Τρικούπην, να έλθη να ζητήση την κόρην. Είχον απομακρυνθή από τα θεία και δεν επλησίαζον εις ναόν. Μίαν φοράν ηθέλησαν να κάμουν μίαν λειτουργίαν εις εξωκκλήσιον.

Και επανέλαβε πάλιν τας γλυκυτάτας τελευταίας στροφάς επί της λύρας μόνον, η χονδρή κάπως αλλά περιπαθής φωνή της οποίας, φερομένη εδώ κ' εκεί υπό της μεσονυκτίου πνοής, είχεν εξεγείρει την ποίμνην, ήτις με ποικίλους ήδη τόνους από της γηραιάς αιγός μέχρι του μικρού αιγιδίου συνώδευσε τα τελευταία του άσματος απηχήματα, δι' ου ετραγουδήθησαν εις την ερημίαν εκείνην τόσον συγκινητικώς τα Χριστούγεννα.

Και εφώναζεν ο διφρηλάτης Εύμηλος, ηγεμών των Φερών, παρορμών και κεντών διά των πτερνιστήρων τους νεαρούς του ωραιοτάτους ίππους, δάκνοντας χρυσοποικίλτους χαλινούς, τους μεν δύο μεσαίους, λευκοστίκτου τριχώματος, τους δε πλαγίους και εις τας στροφάς αντιστοίχους, πυρρότριχας και με κνήμας ποιχιλόχρους. Και έτρεχεν ο Πηλείδης Αχιλλεύς πάντοτε παρά τους τροχούς του άρματος πάλλων το δόρυ.

Προκειμένου δε και μεταξύ τούτων να εκλέξωμεν, ηθέλομεν προτιμήσει αδιστάκτως τας στροφάς, δι' ων περιγράφεται ο ίππος του Αλή, αποτελούσας το στιλπνότερον ίσως της βαλαωριτείου ποιήσεως κομβολόγιον μαργαριτών: Ακούει τον πόλεμο και χλημητάει, Τ' αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει· Ολόρθ' η χήτη του, ολόρθ' η ορά, Λιγάει το σώμα του σαν την οχειά κτλ.

Μετά τινας λοιπόν στροφάς του πηδηκτού ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα του εις τον ώμον, ως έπραττεν οσάκις εκεντάτο υπό του οίστρου της κουζουλάδας, και έπιασεν εις τον κάβον. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα εφαίδρυνεν η εμφάνισίς του εις την κορυφήν του χορού· ο δε Αστρονόμος, ευρισκόμενος μεταξύ των θεατών, εφώναξε προς τον τυφλόν λυράρην: — Τσι δυνατώτερες σου δοξαριές, Αλεξαντρή!