Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Εις τον ήχον εκείνον πλήθος οφθαλμών μαύρων, κυανών, φαιών ή καστανοχρόων αποτινάξαντες τον ύπνον, ήστραψαν ως αστέρες εις το ημίφως του θαλάμου, προσηλούμενοι μετά περιεργείας επί των δύο απροσδοκήτων ξένων.
— Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά. — Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως Η Αϊμά δεν ενόει πλέον. — Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον. — Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις. — Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον. Η Αϊμά ουδέν είπεν.
Ευλόγως λοιπόν εξερράγη το πλήθος εις επευφημίας και χειροκροτήματα, οίων ουδέποτε ηξιώθησαν εις το θέατρον ούτε ο Ρόπας, ούτε ο Μάριος, ούτε ο Φασκίνης, ουδ' αύτη ίσως η Μαλιβράν. Ταύτα αντήχουν ακόμη, ότε ύψωσε το ξίφος ο έχων το προσταγμα αξιωματικός, ήστραψαν τα τουφέκια και δέκα σφαίραι ετρύπησαν το στήθος του καταδίκου.
— Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτι!» είπεν η γραία θετή μητέρα του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής, Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάρι!» Και ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα.
— Αλήθεια; είπεν η Αϊμά, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Όλα γίνονται. — Πώς; ειξεύρεις λοιπόν να μ' ειπής; έκραξεν η Αϊμά. — Ειμπορεί και να ειξεύρω, είπε πανούργως η Σιξτίνα. Αλλά πρέπει να έχης υπομονήν. — Ω, είπεν η Αϊμά μετ' ατονίας, και τούτο εσήμαινεν: Αλλ' έχω παραπολλήν. Έως τώρα τίποτε άλλο δεν είχα. — Δεν σου λέγω με βεβαιότητα τίποτε, κόρη μου, είπε θωπευτικώς η Σιξτίνα.
Ακόμη υψηλότερα επάνω εφάνησαν δύο ορειναί αίγες· του Ρούντυ τα μάτια ήστραψαν, αι σκέψεις του επήραν νέον δρόμον, αλλά δεν ήτο αρκετά πλησίον, ώστε να ημπορέση να της σημαδεύση με ασφαλές σημάδι. Ανέβη υψηλότερα επάνω, όπου τραχεία μόνον χλόη μέσα εις τους πετρίνους όγκους ηύξανεν· αι αίγαγροι επήγαιναν με άνεσιν επάνω εις το χιονοπέδιον, ετάχυνε το βήμα του.
Θα λείψη και ο μπελάς της. — Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς; — Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο. — Ποιο &μούχτι&; — Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της. — Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!... Ο Μάχτος ηγέρθη.
Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. Να κάμης τι; — Διψώ. Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου; — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν