Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου. — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.
Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.
Θα λείψη και ο μπελάς της. — Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς; — Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο. — Ποιο &μούχτι&; — Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της. — Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!... Ο Μάχτος ηγέρθη.
— Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.
Άλλοι όμως πονηρότεροί του τού άνοιξαν τα μάτια, κ' έτσι ο συνδυασμός εναυάγησε. «Τόσο το καλλίτερο για μας, παιδιά». Αν ο συνδυασμός κατηρτίζετο, ο Αλικιάδης θα διηύθυνε το οικονομικόν μέρος, και θα του έτρωγε τα λεπτά χωρίς να του δώση ψήφους. — Τάχα, ο λόγος το λέει, εμείς δεν είμαστε από κείνους . . . . Α! ο Μανώλης, ναι, εκείνος είνε γι' αυταίς της δουλειαίς.
Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου πηγαίνουν περίφημα. — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε λόγος αυτός να τα σκορπούμε. — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα!
Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη.
Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.
Πώς κι' ο Αδάμ ακόμη, που τόσον ετιμάτο, οπού ποτέ σκοτούραις δεν είχε και δουλειαίς, και μες 'στού Παραδείσου τους κήπους εκοιμάτο με πάνθηρας, με σαύραις και με δεντρογαλιαίς, τον απηγορευμένον ωρέγετο να φάγη ως που κατεκρημνίσθη με το δεξί του πλάγι;
Δεν εξελέχθη αυτός βουλευτής διά να τρέχη διά της δουλειαίς των εκλογέων, καθώς άλλοι, εξελέχθη διά τα γενικά συμφέροντα της επαρχίας, αλλά και του έθνους όλου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν