United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

Δεν άργησε να βρεθή στα δικά του τα δέντρα. Ανεβοκατέβαινε, σεριάνιζε, κι απολογάριαζε τα μαξούλια του. Άλλο άγαλμα πάλε αυτός. Ως εικοσιτριώ χρονών παλληκάρι. Εσείς, που τα μετράτε με το διαβήτη, κοπιάστε να του βρήτε ψεγάδι στο πρόσωπο το μαυριδερό, στο κυπαρισσένιο κορμί, στη δαχτυλιδένια τη μέση.

Αλλ' ο καπετάν-Μαμμης επάνω εις το παλαιόν διβάνι του ξαπλωμένος, δεν αντελήφθη αμέσως. Ούτε την είδε. Μη λαμβάνων τόσα χρόνια μαξούλια από την σκούναν του και ούτε γράμμαδεν ημπορούσε να την επιτύχη εις λιμένα ώστε να την κατάσχη ως ιδιοκτησίαν τουέτρωγεν από τα έτοιμα, χαλνών ένα-ένα τα βενετικά φλωρία. Την ημέραν εκείνην είχε χαλάσει το τελευταίον φλωρίον του και ήτο λίαν εξοργισμένος.

Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησέ μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μας κάμη τη χάρη να μην τον γκρεμνήση του Μπάρμπα Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του.

Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη.

Κάθε τζίτζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ' έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε νάμπη. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κ' έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κ' έτσι, γλύτωσαν τα μαξούλια. Είτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ' από ενάμιση μήνα εξοχή.