United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της : — Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρεν ο νους σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλώντην μέση ανθρώπων, φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.

Κ’ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους πόσα στην πόλη κάμανε κακά και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά. Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε, μες σ’ όλες τις γυναίκες όσες μαννάδες λέγουνται παιδιών, που πήρεν άντρα το δικό της γυιό, και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο με χέρι αδερφικό.

Και ήρχισε να διηγήται τότε προς την μητέρα της, τι έλεγε προς αυτήν ο Λαλεμήτρος ολίγας ημέρας προ της αναχωρήσεώς του. Παρεπονείτο συνεχώς τότε, ότι δεν έχει δουλειαίς ο τόπος, ότι είνε φτώχια και των γονέων, ότι πήρεν ο Θεός τα μαξούλια πλέον από μας, και άλλα τοιαύτα. Και ήτο λυπημένος εκείναις της ημέραις. Αμίλητος. Ουδ' είχεν όρεξιν να φάγη.

Και άμποτε, ώ Αθηνά και σεις θεοί σεπτοί, κ' η κουταμάρ' αυτή να δείξη πως μας ωφελεί. Γεια σου• πηγαίνω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Χρέμη μου, η ώρα η καλή• Έμβα, τράβα δρόμον ίσο, μήπως είν' κανένας άνδρας και μας πήρεν από πίσω; Στρέψου, κάνε και μία γύρα• έχουν πονηριές οι άνδρες και φυλάξου, κακομοίρα, μήπως και ακολουθήσουν από πίσω κατά βήμα, να μας νοιώσουν απ' το σχήμα.

Σωπαίνεις; Μα γιατί στη γη τα μάτια χαμηλώνεις και μπαίνεις σε συλλογισμούς, και τη χαρά, που πήρεν ως τώρα ο πατέρας σου, σε λύπη τη γυρίζεις; ΙΩΝ Τα πράματα δεν έχουνε ποτέ την ίδιαν όψι, όταν τα βλέπης μακρυά, κι' όταν κοντοζυγώνουν. Κι' όσο για τη συνάντησι, πολλή χαρά μου φέρνει, που βρήκα σε, πατέρα μου.

Κ' ευθύς ηγέρθη η θειά- Ζωίτσα από της ξηράς κλίνης της, ήγειρε δε και τας δυο αδελφάς, αίτινες με χαράν επετάχθησαν, ν' απολαύσωσιν ως πάντοτε την ήρεμον εορτήν της πρωτομαγιάς εν τω ωραίω αμπελώνι αυτών. — Μας πήρεν η 'μέρα, κορίτσια! είπεν η θειά-Ζωίτσα. — Τώρα δα σήμανεν η εκκλησία, απήντησεν η Σοφούλα. — Έπρεπε πιο νύχτα. Αλλά δεν ξέρω πώς δεν έχω όρεξι.

Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' σταις εφημερίδαις, δεν ηξεύρω κι' εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος! — Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως. — Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα.