United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.

Θα μείνης λίγες ώρες, απόψε πρέπει να γίνη η δουλειά κι άβριο το πρωί. — Μάλιστα, θα γίνη! — Εκεί που το πιστέβεις με τα σωστά σου, γυρίζεις και τι βλέπεις; Ο νοικοκύρης έφυγε· ο μεγαλήτερός του γιός έπεσε απάνω σε δυο σάκκους πίτερα και ρουχαλίζει· η κόρη του ξαπλώθηκε στο κρεββάτι και κοιμάται, είκοσι χρονώ γυναίκα· μια άλλη, δεκαπέντε χρονώ, καμώνεται πως νυστάζει. Βουβάθηκαν όλοι.

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Ενώ μίαν ημέραν ο Μανώλης κατώπτευεν από υψηλόν δώμα διέκρινε την Πηγήν μόνην να διευθύνεται προς τα κάτω με το καλάθι εις τον αγκώνα. Την ηκολούθησεν εξ αποστάσεως, όταν δε εξήλθαν από το χωριό, ευρέθη έξαφνα προ αυτής, ικετευτικός το βλέμμα και ταπεινός το ήθος, ως σκύλαξ φοβούμενος μήπως τον δείρουν. — Πού γυρίζεις επαδά κάτω; του είπεν η νέα μειδιώσα. Επαά 'νε το κτίρι;

Μικρό είνε τάχα όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης.

Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διώ, μια στιγμή στη σκάλα να σ' αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ' αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι, για να μη μ' αφήσης παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ' αγάπησες. Εγώ δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.

Εσύ όμως, το ξέρω, μήτε τα προσέχεις, μήτε γυρίζεις να κοιτάξης. Τραβάς ίσια το δρόμο σου, σα να μην είταν οι δασκάλοι στον κόσμο. Θα μελετάς πάλε κανένα βιβλίο που θα μας αραδιάσης με τη σειρά τους γενικά, απρόσωπα ζητήματα της επιστήμης. Έχεις άδικο, Ψυχάρη. Μη χολοσκάνης τους δασκάλους, αποκρίσου τους και μια φορά.

Λέγει του το Τελώνιον αν εγώ σου δώσω την άδειαν αυτήν, εσύ δεν γυρίζεις πλέον και πώς έχω να βεβαιωθώ; Λέγει ο Πραγματευτής εγώ σου κάμνω όρκον εις τον μέγαν Προφήτην, ότι θα γυρίσω χωρίς καμμίαν πρόφασιν.

Σωπαίνεις; Μα γιατί στη γη τα μάτια χαμηλώνεις και μπαίνεις σε συλλογισμούς, και τη χαρά, που πήρεν ως τώρα ο πατέρας σου, σε λύπη τη γυρίζεις; ΙΩΝ Τα πράματα δεν έχουνε ποτέ την ίδιαν όψι, όταν τα βλέπης μακρυά, κι' όταν κοντοζυγώνουν. Κι' όσο για τη συνάντησι, πολλή χαρά μου φέρνει, που βρήκα σε, πατέρα μου.

Μια ζωή &όρτσα& και &πότζα&. Μια ζωή &σάρπα& και &φούντο&. Τώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Να τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζη το κεφάλι... — Και τι απολάψαμε, Στρατή; Τίποτε. — Και ποιος απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; Είτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες.