Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Και ποιος πια να πάη και να σφαλιχτή σπίτι του μέσα; Όλοι, όλοι να μείνουν απόψε στου Γιάνη, να νυχτερέψουν ανιστορώντας τα περασμένα, ίσως και βρούνε παρηγοριά. Κάθε λόγος της χολοσκασμένης Βασιλικής δίστομο μαχαίρι στου Μιχάλη τα σπλάχνα. Κόλαση καθώς που είταν η ψυχή του, ακόμα πιο φοβερώτερη την έκαμνε το θέλημα της Βασιλικήςνα νυχτερέψουνε στου Πανάγου το σπίτι!

Μονομιάς θα το δήτε, πως ο ίδιος ο μάστορης που έπλασε της Ασήμως την ομορφιά, έχυσε και του Πανάγου τη χάρη. Μα του Πανάγου με κάτι πιώτερη γνωρισιά. Την ομορφιά την περέχυνε κάποια σα μελαχολία, σα σοβαρότη, που έλειπε ολότελα από της μαζώχτρας την όψη. Έπειτα χείλη πιο παχουλούτσικα, σαγώνι πιο στρογγυλωτό.

Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν είταν εποχή εκείνη για μάχητες. Δεν το θέλανε μήτε από τόνα το μέρος μήτ' από τάλλο.

Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.

Μια και μονάχη κοπέλλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξη ταπομεινάρια, πρι να σημάνη Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστή η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα.

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Ένας τους όμως, ο πιο δυσκολόπιστος, είπε πως αν είταν εκείνος στου Μιχάλη τη θέση, θα του την έπαιζε του Πανάγου την μπαλλοτέ, κ' ας πάη να λέη ο Ιμάμης. — Όχι δα, μην το λες αυτό, Μουσταφά, δεν είνε πράμα που να το πης, αντισκόβει ο τρίτος ο Τούρκος. Μάλλους λόγους, μήτε οι τρεις οι Τούρκοι δε συφωνούσανε, τι είτανε το σωστό και τι το στραβό.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν