United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πάτερ Χαράλαμπος, μισαποθαμμένος από τον τρόμο, ίσως κι από το διάβαζε διάβαζε ακολουθίες, δεν πέρασε από τον παραζαλισμένο του νου να καθίση και να ξεδιαλύνη τη ρίζα και τη φύτρα του τρομερού του κακού που τους πλάκωσε, ίσως πάψη το βάσανο. Όσο για τους άλλους Παραμυθιώτες, πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε και να κοιτάξουνε γύρω τους, ίσως και βρουν τον τρόπο!

Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν είταν εποχή εκείνη για μάχητες. Δεν το θέλανε μήτε από τόνα το μέρος μήτ' από τάλλο.

Κατά τα σπερώματα μαζεύτηκαν οι Παραμυθιώτες στου Φώτη το καπελιό, καθώς κάθε βράδυ. Τα μισά τα σκαμνιά του πιασμένα κιόλας. Αρχίνιζε και δούλευε ο Φώτης. Τσιγκρίζανε τα ποτήρια του. Κοντά στα ποτήρια, τις προσταγές και τα γοργοχτυπήματα της μασιάς, είτανε και το βαριόηχο, τακατάπαφτο λαλητό, η χάβρα εκείνη που δεν μπορούσε να λείψη ποτές, μα ας είτανε και για πήδημα ψύλλου.

Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια. Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό.