United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν καταστάλαξε ο τόπος μας από τη φουρτούνα που τον πλάκωσε τώρα και τρία χρόνια, όρεξη δε μούμνησκε μήτε για στίχους μήτε για παραμύθια.

Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ' έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως είταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους!

Η αγάπη εκείνη, η λατρεία εκείνη του Χριστού, της Θεομητέρας και των Άγιων, ο ορθόδοξος ο τύπος που την περιτύλιγε αυτή τη λατρεία σαν ιερός πέπλος υφασμένος με το πολύτιμο νήμα της εθνικής μας ζωής, όλ' αυτά τόσο βαθιά ριζοβολήσανε μέσα στην καρδιά, μας, που κατάντησαν πάθος, — σήμερα θα τονέ λέγαμε φανατισμό, — και θα είταν ίσως άκαρπος φανατισμός, α δε δούλευε για μεγάλο σκοπόνα γλυτώση το έθνος από τον πιο φοβερώτερο κατακλυσμό που πλάκωσε το μεσαίωνα, τον κατακλυσμό της Δύσης.

Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.

Γιατί όσους ο Ρωμαϊκός ο στόλος δεν τους πρόφταξε, τους θέρισε η λοιμική που πλάκωσε το χρόνο εκείνο. Μα και κείνοι που χωθήκανε μέσα στη Μακεδονία καλλίτερη τύχη δε βρήκαν. Επειδή στη Νίσα ο Κλαύδιος αλύπητα τους πελέκησε, κι όσοι γλύτωσαν, παραδοθήκανε στους Ρωμαίους και μοιράστηκαν εδώ και κει με τα γυναικόπαιδά τους.

Της χώρας μου οι κάμποι, ιδές, βροντούν απ’ τις οπλές και βουή στέλνουνε στ’ αυτιά μου, όπου πετάει με βρουχητό ωσάν τ’ ακράτηγο νερό που πέφτει απ’ το γκρεμό. Αλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές, το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ’ από με. Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά καλοέτοιμος με τα λευκά σκουτάρια του ο λαός τραβώντας κατά μας.

Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνάζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ρίχτουνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικάρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κ' η Βασίλισσα!

Τώρα αφού ο χάρος πλάκωσε και πια δεν έχω ολπίδα, 300 έτσι ας μην πέσω σα ραγιάς δίχως τιμή, μα ας δείξω 304 καν άξια πριν παλικαριά που να βουήξει ο κόσμος305

Και τώρα που μεγάλωσεωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμοδεν έχει! ... Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. — Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. — Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του.

Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!