Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Πήγαινε εις τον Παράδεισον· Μία δάφνη εκεί βλαστάνει· Άγγελος την φυλάττει Λαμπρός, και την ποτίζει Ψάλλων τοιαύτα. «Αύξανε διά τον θρίαμβον, «Διά την αγάπην αύξανε «Ελευθερίας, πατρίδος· «Διά πάντοτε ακεραύνωτος «Βλάστανε ω δάφνη. » Ζήτει τα θαλερώτερα Πλέον άφθαρτα κλωνάρια· Μ' αυτά πλέξε τα στέμματα, Και πρόσθεσε ακόμα Δυο ειδών ρόδα.

Χθες βράδυ όμως πήγες να παίξεις….» «Με το πολύ παιχνίδι κερδίζει κανείς. Θέλω να κερδίσω για εκείνες, ακριβώς. Όχι, δεν θέλω πια να τους γίνομαι βάρος. Θέλω να πεθάνω… Βλέπειςπρόσθεσε χαμηλόφωνα «τώρα, μετά τη σημερινή σκηνή, μου φαίνεται πως είμαι ακόμη στο σπίτι του λιμενάρχη…. Ο Θεός να με βοηθήσει, Έφις

ΟΣΒ. Τα έγραψα, κυρία μου. ΓΟΝΕΡ. Ξεκίνησε αμέσως· πάρε μαζί σου μερικούς ανθρώπους μου. Ειπέ της τους φόβους μου, και πρόσθεσε και ιδικούς σου λόγους, ώστε το πράγμα δι’ αυτήν χειροπιαστόν να γίνη. Ξεκίνησε. Και κύτταξε αμέσως να γυρίσης. — Απέρχεται ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ. Α! όχι όχι· πίστευσε, με τους γλυκούς σου τρόπους και με την καλωσύνην σου την τόσην... Δεν σου λέγω ότι αυτά είναι κακά.

— Α, εσείς! όλα τα νικάτε· όλα τα προβλέπετε και τα νικάτε! είπε ο Δημητράκης θαμάζοντάς τον. — θα λυπούμαστε πολύ αν δεν ερχόσουνα, του πρόσθεσε η Ελπίδα· εγώ κι ο Δημητράκης ανησυχούσαμε. — Κ' εγώ το ίδιο, κ' εγώ το ίδιο· μα μπορούσα να μην έρθω σε τέτοια χαρά!... Ο Αριστόδημος συγκινήθηκε από την καλοσύνη του. Περίεργο! δεν τόλπιζε νάχη τέτοια αισθήματα αυτός ο βάρβαρος σοφός!

Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη.

Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!

Αμέσως γύρισε, λέγοντας ότι τρεις δερβισάδες, μονόφθαλμοι από το δεξί μάτι, και με ξυρισμένο το κεφάλι, το πρόσωπο και τα φρύδιά τους παρακαλούν να τους δεχθούν, μια και είναι νεοφερμένοι στην Βαγδάτη, και είχε πέσει η νύχτα. «Δείχνουν να έχουν καλούς τρόπους» πρόσθεσε, «αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παράξενη όψη που έχουν. Σίγουρα η παρέα τους θα μας κάνει να ξεσκάσουμε».

Μα εγώ πάντα τόλεγα πως έχεις κεφάλι του λόγου σου, έχεις γερό κεφάλι!... Και τι φούρκα που θαν την πάρουνε! του πρόσθεσε γελώντας και σέρνοντάς τον ευχαριστημένον στην τραπεζαρία. — Τα κατάφερες; — μπράβο σου! της είπε σιγά ο Δημητράκης. — Τι να κάμης; στα παιδιά πρέπει να μιλάη κανείς παιδιάτικα... Στο τραπέζι κάθισαν ένας κ' ένας οι επίσημοι.

Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του. — Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους... Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου. — Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι.

Και τώρα που μεγάλωσεωχ θεούλη μου! — δεν έχει ταίρι στον κόσμοδεν έχει! ... Και να συλλογιέται κανείς πως θα μείνη απροστάτευτη! έρμη κι απροστάτευτη! πρόσθεσε κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του. — Σώπα, καϋμένε γέρο· σώπα και δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. — Δεν ήρθε; τι λες μωρή γριά! πλάκωσε δε λες. Να, έτσι μας φέρνει γυροβολιά, σαν τον ψαρά με την απόχη του.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν