United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α, εσείς! όλα τα νικάτε· όλα τα προβλέπετε και τα νικάτε! είπε ο Δημητράκης θαμάζοντάς τον. — θα λυπούμαστε πολύ αν δεν ερχόσουνα, του πρόσθεσε η Ελπίδα· εγώ κι ο Δημητράκης ανησυχούσαμε. — Κ' εγώ το ίδιο, κ' εγώ το ίδιο· μα μπορούσα να μην έρθω σε τέτοια χαρά!... Ο Αριστόδημος συγκινήθηκε από την καλοσύνη του. Περίεργο! δεν τόλπιζε νάχη τέτοια αισθήματα αυτός ο βάρβαρος σοφός!

Στην άκρη στέκεται όρθιος ο Τριστάνος με τεντωμένο το τόξο του. Αλλά ο Χουσδάν, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τον κύριο του, πηδάει απάνω του, κουνάει το κεφάλι και την ουρά, τεντώνεται, κυλιέται χάμου. Ποιος είδε ποτέ τέτοια χαρά; Έπειτα τρέχει στην Ιζόλδη την Ξανθή, στον Γκορνεβάλη, ακόμη και στο άλογο, και κάνει χαρές. Βαθειά συγκινήθηκε ο Τριστάνος. «Αλλοίμονο! Τι δυστυχία να μας ανακαλύψη.

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Τι θα ειπή ; Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα· λέει ο λόγος. Πήρανε λοιπόν τα σύνεργα της δουλειάς και τις φαμίλιες τους κ' έστησαν έρριζα στον τοίχο του σπιτιού τις καλύβες τους, όταν ο Κουρδουκέφαλος έκαμε κατοχή το μετόχι. Ο Δημητράκης συγκινήθηκε σαν είδε την αφοσίωση τους και θέλησε να τους συμβουλέψη;

Κ' έτσι τα παιδιά, που κατοικούσαν εδώ, έπρεπε να γκρεμίσουν τα σπίτια τους και να φέρουν τα υλικά σ' άλλο νησί, όπου κάποιος πλούσιος συγκινήθηκε και τους έδωσε τόπο να χτίσουνε νέα σπίτια. Μα όταν είχε φορτωθεί κ' η τελευταία βάρκα κ' είταν έτοιμη να φύγη, έπιασε και το νέον η μανία και με το δικαίωμα, που είχε κι αυτός, άρπαξε το πελέκι.