United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη του Μπερούλ, αναστημένοι από τον κ. Μπεντιέ με τα κοστούμια και τα φερσίματα του αλλοτινού καιρού, με τον μεσαιωνικό τους τρόπο του ζην, του αισθάνεσθαι και του ομιλείν, θα είναι για τους μοντέρνους αναγνώστες σαν πρόσωπα αρχαίου vitrail, άκαμπτα, με εκφράσεις αφελείς, και φυσιογνωμίες αινιγματικές.

Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Ο Ουαλλός τραγούδησε, έπειτα απάντησε: «Παιδί, πού ξέρεις λοιπόν, εσύ, από την τέχνη των οργάνων; Αν οι έμποροι του Λοοννουά μαθαίνουν επίσης στα παιδιά τους να παίζουν την άρπα, και την σαμβύκη, σήκω, πάρε την άρπα και δείξε την τέχνη σου. Ο Τριστάνος πήρε την άρπα και τραγούδησε τόσο ωραία που οι βαρώνοι συνεκινούντο ακούγοντάς τον.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Όταν συναντήθησαν, ο Τριστάνος κράτησε από τα χαλινάρια το άλογο της Ιζόλδης, εχαιρέτησε το Βασιληά και είπε: «Βασιληά, σου παραδίνω πάλι την Ιζόλδη την Ξανθή. Μπροστά σ' όλο τον κόσμο εδώ, ζητώ να με παραδεχτής στην Αυλή σου για να μπορέσω να υπερασπίσω τον εαυτό μου κατά των συκοφαντών. Ποτέ δεν εδικάστηκα. Διάταξε, Βασιληά, να δώσω μάχη. Αν νικηθώ, κάψε με στο θειάφι.

Καθώς αρμένιζαν γι' άγνωστα μέρη, ο Τριστάνος πάλαιβε σαν λυκόπουλο πιασμένο στη παγίδα. Μα αυτή η αλήθεια έχει αποδειχθή, και την ξέρουν όλοι οι ναυτικοί: πώς η θάλασσα οργίζεται τα άπιστα καράβια, και δεν βοηθάει ούτε της αρπαγές ούτε της προδοσίες. Σηκώθηκε λοιπόν μανιασμένη, σκέπασε το καράβι με σκοτάδια, κι' οχτώ μέρες κι' οχτώ νύχτες τώφερνε δω ή εκεί, στην τύχη.

Μολαταύτα, σαν έπεσε η νύχτα, — καθώς το είχε υποσχεθή στη Βασίλισσα, — ο Τριστάνος τρύπωσε στου δασοκόμου Όρρι, ο οποίος τον έκρυψε μυστικά στο ερειπωμένο κελλάρι. Ας τρέμουν οι προδότες! Γρήγορα ο Ντενοαλέν, ο Αντρέ, και ο Γκοντοΐν, επίστεψαν ότι σιγουρεύτηκαν. Δίχως άλλο ο Τριστάνος περνούσε τη ζωή του πέρα από τη θάλασσα, σε τόπο πολύ μακρυνό για να μπορή να τους φθάση.

Αν, βαρυεστημένη να ετοιμάζη το κρεββάτι όπου πρώτη αυτή κοιμήθηκε την νύχτα του γάμου, αν τους μαρτυρούσε στον Βασιλέα; Αν ο Τριστάνος πέθαινε, από την απιστία της! . . . Έτσι, ο φόβος κάνει τρελλή τη Βασίλισσα. Όχι, δεν προέρχεται από την Βραγγίνα την πιστή, αλλά από την ίδια την καρδιά της, το βασανιστήριο. Ακούστε, άρχοντες, τη μεγάλη προδοσία που εσχεδίασε.

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Άρχοντες, ήταν το αίμα του που εσυγκινείτο και μιλούσε μέσα του, και η αγάπη που είχε άλλοτε για την αδερφή του την Μπλανσεφλέρ. Το βράδυ, αφού σήκωσαν τα τραπέζια, ένας Ουαλλός θαυματοποιός, μάστορης στην τέχνη του, προχώρησε ανάμεσα στους συναθροισμένους βαρώνους, και τραγούδησε ποιήματα με την άρπα. Ο Τριστάνος ήτανε καθισμένος στα πόδια του Βασιληά.