Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025
Τότε ο Τριστάνος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Βασιληά Μάρκου, και είπε: «Βασιληά και κύριε, αν θέλης να μου κάνης αυτή τη χάρι, εγώ θα πολεμήσω». Άδικα ο Βασιληάς Μάρκος θέλησε να του αλλάξη ιδέα. Ήταν τόσο νεαρός ιππότης: εις τι θα του εχρησίμευεν η τόλμη του; Αλλά ο Τριστάνος έδωσε την πρόκλησί του στο Μόρχολτ, και κείνος την εδέχτη.
Ο Δούκας Μόργκαν κρατάει τον τόπο του με το άδικο. Είναι καιρός να γυρίση στον νόμιμο κληρονόμο». Και θα πω σύντομα πώς ο Τριστάνος πήρε από το θείο του τα άρματα του ιππότη, πώς πέρασε τη θάλασσα μετά καράβια της Κουρνουάλης, πώς ανεγνωρίσθη από τους αρχαίους υποτελείς του πατέρα του, πώς προεκάλεσε το φονηά του Ριβαλάν, πώς τον εσκότωσε και ανέκτησε την πατρίδα του.
Ο ένας ωραίος και διατηρημένος καλά, όπου θα περνούσε η βασιλική συνοδεία, ο άλλος παραμελημένος και γεμάτος πέτρες. Ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ετοποθέτησαν σ' αυτόν τους δυο ιπποκόμους: θα τους περίμεναν εκεί, φυλάγοντας τ' άλογα και της ασπίδες. Οι ίδιοι τρύπωσαν μέσ' το δάσος και κρύφτηκαν σε μια συστάδα δέντρων και βάτων.
Θα ξαναδήτε τη Βασίλισσα και θα δοκιμάστε αν σας πεθυμάη πάντοτε ακόμη κι' αν σας μένη πιστή. Αν σας λησμόνησε, ίσως τότε θα συμπαθήστε περισσότερο την Ιζόλδη την αδερφή μου, την απλή, την ωραία. Θα σας ακολουθήσω. Δεν είμαι ισάδελφος και σύντροφός σας; — Αδερφέ, είπεν ο Τριστάνος, καλά έχει ειπωθή ότι η καρδιά ενός άνθρωπου αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου».
— Ωραίε Τριστάνε, παράξενο μου φαίνεται να υπάρχη τόπος όπου οι γυιοί των εμπόρων μαθαίνουν πράγματα που αλλού δεν τα ξέρουν ούτε τα παιδιά των ιπποτών. Έλα όμως μαζύ μας, αφού το θέλεις, και καλοσωρισμένος νάσαι. Θα σε οδηγήσωμε μπρος στο Βασιληά Μάρκο, τον κύριό μας». Ο Τριστάνος τέλειωσε το κομμάτιασμα του ελαφιού.
Δυο μέρες, ο Τριστάνος κι' ο Γκορνεβάλης πέρασαν τα χωράφια και της πολιτείες χωρίς να ιδούν ψυχή, άνθρωπο, σκύλλο, κόκκορα. Την τρίτη μέρα, κατά το δείλι, πλησίασαν σ' ένα λόφο όπου υψωνότανε ένα παληό εξωκκλήσι, και πολύ κοντά το οίκημα ενός ερημίτη. Ο ερημίτης δε φορούσε φορέματα από υφάσματα, παρά μόνον ένα τομάρι γίδας και μάλλινα κουρέλια στη ράχι.
Και μέσα σε τρία χρόνια μια αμοιβαία τρυφερότης μεγάλωσε μέσ' της καρδιές τους. Την ημέρα ο Τριστάνος ακολουθούσε τον Βασιληά στης δίκες ή στο κυνήγι, και τη νύχτα, καθώς κοιμώτανε στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς, αν ο Βασιληάς ήτανε λυπημένος, έπαιζε με την άρπα για να γλυκάνη τη θλίψι του.
Τράβηξε παράμερα τον Καερδέν, κοντά σ' ένα παράθυρο, για να ιδή τάχα καλλίτερα και να παζαρέψη το δαχτυλίδι. Ο Καερδέν της είπεν απλά: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι πληγωμένος με φαρμακερό σπαθί, και πεθαίνει. Σας μηνά ότι μονάχα σεις μπορείτε να του κάνετε καλό. Σας θυμίζει της μεγάλες πίκρες και τους μεγάλους πόνους που υποφέρατε μαζύ. Κρατήστε αυτό το δαχτυλίδι. Σας το δίνει».
Λυπήθη ο Τριστάνος και είπε: «Θα δοκιμάσω. Δεν μου κάνει καρδιά να τον σκοτώσω!» Σε λίγο, ο Τριστάνος βγαίνει στο κυνήγι, ξεπετάει ένα ζαρκάδι, και το πληγώνει μ' ένα βέλος. Το λαγωνικό θέλει να τρέξη πίσω του και γαυγίζει τόσο δυνατά που όλο το δάσος αντιλαλεί. Ο Τριστάνος, χτυπώντας, το κάνει να σωπάση.
Κάτω από το μεγάλο πεύκο, ο Τριστάνος, στηριγμένος στο μαρμάρινο χείλος της λίμνης, θρηνούσε: — Ας με λυπηθή ο Θεός κι' ας επανορθώση τη μεγάλη αδικία που μου κάνει ο αγαπητός μου κύριος! Όταν πέρασε το φράχτη του κήπου, ο Βασιληάς είπε γελώντας: — Ωραίε ανηψιέ, ευλογημένη νάναι αυτή η ώρα. Να, το μακρυνό ταξίδι που ετοίμαζες γι' αύριο πρωί, τελείωσε κι' όλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν