Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουλίου 2025


Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Όταν γύρισε ο Τριστάνος, ο Μάρκος και όλοι του οι βαρώνοι είχαν μεγάλο πένθος. Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας αρμάτωσε μεγάλο στόλο για να λεηλατήση την Κορνουάλλη, αν ο Μάρκος εξακολουθούσε ν' αρνιέται, όπως τώκανε δω και δέκα πέντε χρόνια, να πληρώση ένα φόρο που έδιναν τον παληό καιρό οι πρόγονοί του.

Είναι τόσος καιρός που την περίμενα! — Φίλε ο Θεός να σας προστατεύη. Τι νέα έχετε από τη Βασίλισσα; — Αλλοίμονο! Κακά νέα. Ο Βασιληάς την αγαπάει και την τιμάει. Μα αυτή από τότε πώφυγες, μαραίνεται και κλαίει για σένα. Α! γιατί να γυρίσης κοντά της; Γυρεύεις πάλι το θάνατό της και το δικό σου; Τριστάνε λυπήσου τη Βασίλισσα, άφησέ την στην ησυχία της. — Φίλε, είπεν ο Τριστάνος.

Αλλά, όταν ξαναγύρισε η καλοκαιρία, έστησαν κάτω από τα μεγάλα δέντρα την καλύβα με τα πρασινισμένα φύλλα. Ο Τριστάνος ήξερε από παιδί να κάνη τη φωνή των πουλιών του δάσους. Μπορούσε να κάνη το αηδόνι, το μελισσοφάγο, το φλώρο, κι' όλο το βασίλειο των πουλιών!..

Έπειτα ο Τριστάνος μίλησε έτσι: «Άρχοντες, ναι, εσκότωσα το Μόρχολτ, αλλά πέρασα τη θάλασσα για να σας προσφέρω λαμπρή ικανοποίησι. Για να ξεπλύνω το άδικο, έβαλα τη ζωή μου σε κίνδυνο θανάτου και σας ελευθέρωσα από το θεριό. Και να που κατέκτησα έτσι την Ιζόλδη την Ξανθή. Θα την πάρω λοιπόν στο καράβι μου.

Από μια χαραμάδα της σκεπής, μια ακτίνα ηλίου έμπαινε στην καλύβα κ' έπεφτε στο πρόσωπο της Ιζόλδης, που έλαμπε σαν το χιόνι. Ένας δασοφύλακας ανακάλυψε στο δάσος ένα μέρος όπου τα χόρτα ήτανε πατημένα: την προηγουμένη είχαν κοιμηθή εκεί ο Τριστάνος και η Ιζόλδη. Μην αναγνωρίζοντας όμως το αποτύπωμα των σωμάτων, ακολούθησε τ' αχνάρια, κ' έφθασε έτσι μέχρι την καλύβα.

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.

Αυτό το λιμάνι ήτανε το Βάιζεφορ, όπου κοίτονταν νεκρός ο Μόρχολτ, και η κυρία τους ήτανε η Ιζόλδη η Ξανθή. Μόνη αυτή, γνωρίζοντας τα φίλτρα, μπορούσε να σώση τον Τριστάνο. Αλλά μόνη αυτή μέσα σ' όλες της γυναίκες ήθελε το θάνατό του. Όταν ο Τριστάνος, ζωογονημένος από τα γιατρικά της, ανέλαβε και ξαναύρε της αισθήσεις του, κατάλαβε ότι τα κύματα τον είχαν ρίξει σ' ένα τόπο γεμάτο κινδύνους.

Ο Τριστάνος την είδε να κλαίη. «Φίλη, είπε, αν μπορούσα να τα συμβιβάσω με το Βασιληά Μάρκο! Αν μου επέτρεπε να υποστηρίξω με μονομαχία, ότι ποτέ ούτε με γεγονότα ούτε με λόγια σε αγάπησα με ένοχο έρωτα, όποιος ιππότης του Βασιλείου του από το Ντινάν μέχρι το Ντούρχαμ θα τολμούσε να με διαψεύση, θα μεύρισκε αντιμέτωπο μπροστά του σε κλειστό χώρο.

Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν