United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στα κοφοβούνια του Ζυγούτα κρούσταλλατα χιόνια Καιέρμα ανάμεσα κλαριά παμπάλαια-αιώνια Ο Κώστας κάθεται και κλαίει ζωμένος τάρματά του, Κι' αναστενάζοντας βαρηά, 'σάν νέφιο φορτωμένο, Φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του, Είνε το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο, Και μόνη μια παρηγοριά, βαθειά τόνε γλυκαίνει, Η δόξα του Μεσολογγιού.

Και θα επιθυμούσε να σκύψει επάνω στο απελπισμένο «παλικάρι» και να του πει: εδώ είμαι εγώ, δεν θα σου λείψει τίποτε! – αλλά δεν κατάφερε άλλο παρά να του προσφέρει πάλι τη νεροκολοκύθα όπως η μητέρα προσφέρει το στήθος στο μωρό της που κλαίει. «Το ξέρουμε δα τι παλιόκοσμος είναι εκεί! Εδώ όμως είναι διαφορετικά, μπορεί κανείς να κάνει και την τύχη του ακόμη.

Αν όχι, θα τον δήτε, μόλις λυθή, με το στόμα ανοικτό, με τη γλώσσα μια πήχυ έξω, να κυνηγάη, για να δαγκώση, ζώα και ανθρώπους». Τον λύνουν. Πηδάει στην πόρτα και τρέχει στο δωμάτιο όπου άλλοτε βρισκότανε ο Τριστάνος. Γαυγίζει, κλαίει, ψάχνει, επί τέλους βρίσκει τα ίχνη του κυρίου του. Διασχίζει βήμα προς βήμα το δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Τριστάνος ως τον τόπο της φωτιάς.

Αλλ' ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, πούχε προβάλει στην πόρτα, μούρριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πη λέξη. Η μητέρα μου ήρθε 'κεί πούκλαιγα και μούπε, με χλευαστική φωνή τώρα: — Γιάε κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας!

ΣΩΚΡ. Είνε θαλάσσιον πτηνόν, ω Χαιρεφών, το οποίον ονομάζεται Αλκυών και το οποίον αιωνίως θρηνολογεί και κλαίει.

Ο Ρούντυ δεν είχε φανή έξ ημέρας, αυτός, που είχε το άδικον αυτός, που έπρεπε να ζητήση συγγνώμην, που τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά. — Τι είδους πράγμα σου είναι αυτοί οι άνθρωποιέλεγεν η γάτα του δωματίου εις την γάταν της κουζίνας. «Τώρα πάλιν είναι μακρυά ο ένας από τον άλλον, ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Αυτή κλαίει και αυτός ούτε την σκέπτεται καθόλου

Η προκομένη μου κάθεται στην κάμαρά της και κλαίει και κάνει την άρρωστη. Δε μου λες επί τέλους, γιατρέ, τι έχει αυτό το παιδί; ΜΙΣΤΡΑΣΣου είπα, φίλε μου. Δε θέλεις να μ' ακούσης. Ε; τι θέλεις να σου κάνω, μάτια μου; ΦΛΕΡΗΣΆφισε τις αννοησίες, γιατρέ μου, αν αγαπάς το Θεό! ΜΙΣΤΡΑΣΣου μιλώ σοβαρά. Η Δώρα είναι ερωτευμένη, μα το καλό που σου θέλω. ΦΛΕΡΗΣΑυτό μας έλειπε.

Αφού μέρωσε και δεν κλαίει... — Θα πας να του πης; — Δεν πάγω. — Διατί; — Είμαι εμποδισμένος. — Τότε θέλεις ξαμπόδεμα. — Χρειάζονται μαγικά. — Ο αφέντης σου τα ξέρειΚαι δεν μας το έλεγες; — Σύρε να του πης. — Σου λέγω δεν πηγαίνω. — Θα πας και θα τραγουδήσης. — Δεν ξέρω τραγούδια. — Να μάθης. — Δεν παίρνω. — Σαν δεν παίρνεις, δίνε. — Δεν έχω. — Άμε στο διάβολο. — Δεν ξέρω το δρόμο.

Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.

Κλαίει μες την κάμαρά της. Δεν θέλει να κατεβή. ΦΛΕΡΗΣΑρχίσαμε τα ίδια; Θα την κάνω εγώ να της περάσουν αυτά τα κλάματα. Αυτά μας λείπανε τώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ πάω. ΜΙΣΤΡΑΣΔεν άρχισε, πάει να πη, ακόμα η απαγγελία. Γιατρέ σε ζητούνε στο 11. ΦΛΕΡΗΣΤι απαγγελία, αδερφέ; Δε βλέπεις πάλι; ΜΙΣΤΡΑΣΤι τρέχει; ΦΛΕΡΗΣΤα ίδια της συχωρεμένης.