Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαβούτου του και ο Σουλεϊμάνης απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα παραθύρια θ' αρνηθή κάθε γυναίκα τον άντρα της· και αν σύρω το χέρι στη μέση μου το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ εψάρεψα πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς κ' εξερρίζωσα το στοιχειωμένο Γιούσουρι μ' ένα μου τίναγμα.
— Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε . . . μα κ' εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεώρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράμματα . . . Σαν τώκοψε κ' ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγαις μέραις 'πέθανε . . . Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο. Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
— Ένα βράδυ, 'ς εκείνην την εποχή, ενώ εγύριζα από τον ελαιώνα, κ' επέρασα απ' την Αγία Αναστασία να κάμω τον σταυρό μου, και να ανάψω τα καντήλια, καθώς ενύχτωνε, άκουσα κάτι κρότους, μα κρότους παράξενους πολύ, 'ς εκείνο το διπλανό το χτίριο με τα μάρμαρα, που λένε πως είναι στοιχειωμένο . . . Πάλι μια νύχτα, έβλεπα στ' όνειρό μου πως βρισκόμουν στο ξωκκλήσι της Αγίας, κ' εκεί είδα τάχα ένα πράμμα παράξενο πολύ, να προβάλη και να βγη έξω και να κυλιστή, από κείνο το στοιχειωμένο χτίριο . . . Και μου εφάνη τάχα, πως ήρθ' ένα κορίτσι ώμορφο, μα ώμορφο πολύ, έλαμπε το πρόσωπό του, και μου έδωκε ένα λουλουδάκι, λευκό, μοσχομυρωδάτο, και μου είπε· «Να, δος το αυτό του γυιου σου, να μυριστή· είναι άνθος της Εδέμ». Έξαφνα, γυρίζει 'πίσω εκείνο το πράμμα, το παράξενο, το μαύρο και κατακόκκινο, που είχε πηδήσει από το χτίριο το παληό, γυρίζει πίσω θεριωμένο και ρίχνετ' επάνω μου κ' εζητούσε να μου αρπάξη απ' τα χέρια το λουλούδι που μου είχε δώσει η ώμορφη κοπέλλα, που φαίνεται να ήτον η Αγία Αναστασία . . . Στην ίδια στιγμή η Αγία φαίνεται πάλι, σαν νάβγαινε απ' την Αγία Πύλη του Ιερού, και μ' ένα κλωναράκι από βάιο που βαστούσε στα χέρια, δίνει μια και του κόφτει το χέρι, του τρισκατάρατου, που γύρευε να μου αρπάξη το λουλούδι . . . Αυτά είδα.
Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.
Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα.
'Σάν νάνε στοιχειωμένος, Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο, Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται. Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται. Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι. Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια. Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν