United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν είταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζη στον κόσμο Ρωμιός που να λέη τέτοια λόγια με την καρδιά του. Είμουνα σαστισμένος.

Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.

Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.

Ελουζόταν κ' ερόδιζε το νερό από τα ροδομάγουλά του, κ' έλαμπε η σπηλιά από το καμάρι του, κ' εζήλεβαν οι Νεράιδες το λεβέντικό του αντρόσταμα. Σκάλωνε ύστερα στο βράχο απάνου, έγερν' εκεί, και στην πρώτη αντήλια οπάστραφτε κάτου στη νεροσυρμή, έσμιγαν τ' Αργύρη τα χείλη τη φλογέρα. Εγέλαε όλος ο κάμπος πέρα το τραγούδι του, κ' εζήλεβαν τα πουλάκια, κ' εφτεράκαε ζηλόφτονο ταηδόνι.

Ο φλόμος μύριζε τριγύρω, το γαλαζωπό φεγγάρι έλαμπε πάνω στα ερείπια του πύργου σαν φλόγα σε μαύρο κηροπήγιο και έμοιαζε να μη θέλει να προβάλει ξανά η μέρα σ’ εκείνη τη νεκρή γωνιά του κόσμου.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Ότε εισήλθεν εις την κωμόπολιν, ήτο βαθεία νυξ. Η γραία επίτηδες παρέτεινε την οδοιπορίαν, ίνα μη ακούση μηδέ το άσμα των Χριστουγέννων. Της έκαμνε κακό. Εισήλθεν εις τας στενωπούς. Όλαι ήσαν έρημοι και σιωπηλαί. Ούτε το πανηγυρικόν άσμα ηκούετο πουθενά πλέον, αλλ' ουδ' έλαμπε φως εις κανέν παράθυρον. Μετ' ολίγον η γραία ήρχισε παραδόξως να επιβραδύνη έτι μάλλον. Ήρχισε να τρέμη.

Κι' όπως προβάλλει απόσπερο μέσα απ' τα σύγνεφα άστρο, μια λάμπει, μια και κρύβεται σε σύγνεφα ησκιοφόρα, έτσι κι' αφτός μια φαίνουνταν μπροστά, και μια κατόπι μες στους στερνούς, προστάζοντας· και χαλκωμένος όλος 65 έλαμπε λες σαν αστραπή του βροντορήχτη Δία.