United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ε νιος κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες, εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο. 135 Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης, άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες· τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι, 140 παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο.

Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Να, ωστόσο, είπε ο Αγαθούλης, ένας τόπος, που αξίζει καλύτερα από τη Βεστφαλία. Πήδησε στη γη με τον Κακαμπό κοντά στο πρώτο χωριό που απαντήσανε. Μερικά παιδιά του χωριού, φορώντας χρωματιστά μεταξόρουχα καταξεσκισμένα, παίζανε τις αμάδες στο έμπα του χωριού.

Και πρόσταζαν οι στρατηγοί, καθένας τους δικούς του, κι' άφωνοι οι άλλοι βάδιζανδε θάλεγες πως τόσος 430 λαός ροβόλαε έχοντας και μια φωνή στα στήθιαμε πειθαρχία κι' ήσυχα. Κι' απ' τα κορμιά ολωνώνε αστράφτανε οι αρματωσές που πάγαιναν φορώντας.

Τότες σαν πήγαν των φρουρών και σμίξανε τους λόχους, 180 δε βρήκανόχι — σ' ύπνο εκεί τους αρχηγούς πεσμένους, Μον ξάγρυπνοι όλοι κάθουνταν φορώντας τ' άρματά τους.

Δεν είταν πια Βασιλέας ο Μέγας Κωσταντίνος· μόνο φορώντας τα κάτασπρα των κατηχουμένων έλεγε και ξαναέλεγε «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οίδ' εμαυτόν, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Ένα χρέος ακάμωτο έννοιωθε πως τούμνησκε ακόμα, και μολονότι πολιτικό, το χρωμάτισε κι αυτό με θρησκευτική θωριά.

«Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε, »μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου »κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας, «στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους, «στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλεςΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Τον φαντάζονταν ακόμη νιόν, αν και της έλειπε μια ζωή, τον φαντάζονταν ίσως παιδί ακόμα, σαν που τον είχε ιδεί την κοντινή τη φορά, όταν τον ξεκίνησε για τα έρημα τα Ξένα, φορώντας ακόμα τα χρυσά τα τέλια στο κεφάλι της. Της έρχονταν στο νου της η ανυπαντροπαντρεμένη ζωή σαράντα χρονών, που πέρασε, αφόντας βγήκε από το πατρικό της, σα νύφη και σαν παρθένα.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι. Ο ΜΟΥΦΤΗΣ Δώστε, δώστε με ραβδί, μισοφέγγαρο να 'δη. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ, μετ' ολίγον Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Θεέ μου!

Όποιος με πιστέψη αποβλακωμένο θάναι λιγώτερο γνωστικός από μένα, κι' όποιος με πιστέψη τρελλό θα είναι ο ίδιος πειο τρελλός παρά εγώ». Ένας ψαρράς περνούσε, φορώντας κοντοκάπι από χονδρό χνουδωτό πανί, και μεγάλη κουκούλα. Τον βλέπει ο Τριστάνος, του κάνει νόημα, τον πέρνει κατά μέρος. «Φίλε, θέλεις ναλλάξουμε ρούχα; Δώσε μου το κοντοκάπι σου. Μου αρέσει πολύ».